ζυμόω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A (ζύμη) leaven, μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζ. 1 Ep.Cor.5.6:—Pass., to be leavened, ferment, LXX Ex.12.34,39, Plu.2.659b, etc.; of digestion, τὰ μέλανα ζυμοῦται Hp.Acut.61; [κοιλίη] ἐζυμωμένη in a ferment, Id.VM11.
2 cause to effervesce, γῆν Gal.10.964, Aët.1 Praef.:—Pass., ζυμουμένη [χύτρα] Alex.124.8.
German (Pape)
[Seite 1141] mit Sauerteig mischen u. in Gährung bringen, Hippocr. u. Sp., bes. N.T. – Pass., gähren, sauern, Alexis Ath. IX, 383 d; Plut. Symp. 3 g. E.
French (Bailly abrégé)
ζυμῶ :
pétrir avec du levain ; faire fermenter, faire lever ; Pass. fermenter.
Étymologie: ζύμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυμόω [ζύμη] perf. med.-pass. 3 sing. ἐζύμωται, ptc. ἐζυμωμένος act. met acc., causat. doen gisten. med.-pass. intrans. gisten.
Russian (Dvoretsky)
ζῡμόω:
1 квасить: μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ погов. NT малая закваска заквашивает все тесто;
2 pass. киснуть, бродить Plut.
English (Strong)
from ζύμη; to cause to ferment: leaven.
English (Thayer)
ζύμω; 1st aorist passive ἐζυμωθην; (ζύμη); to leaven (to mix leaven with dough so as to make it ferment): ζύμη); ἕως ἐζυμώθη ὅλον, namely, τό ἄλευρον, words which refer to the saving power of the gospel, which from a small beginning will gradually pervade and transform the whole human race: Sept., Hipp., Athen., Plutarch.)
Greek Monotonic
ζῡμόω: (ζύμη), μέλ. -ώσω, ζυμώνω, βάζω προζύμι ώστε η ζύμη να γίνει αφράτη, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
ζῡμόω: ζύμη κινῶ ζύμωσιν ἔν τινι, ἐμβάλλω προζύμιον εἴς τι, Λατ. fermentare, μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ Α΄ Ἐπισ. π. Κορ. ε΄, 6· - παθ., ζυμοῦμαι, ἑνοῦμαι μετὰ τῆς ζύμης, ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Πλούτ. 2. 659Β, Ἕβδ. (Ἐξόδ. ιβ΄, 34. 39), κτλ.· κοιλία ἐζυμωμένη, οὖσα ἐν καταστάσει ζυμώσεως κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πέψεως, Ἱππ. Ὀξ. 394· ζυμουμένη, ἐπὶ χύτρας, Ἄλεξ. Λέβ. 5. 8.
Middle Liddell
ζῡμόω, fut. -ώσω ζύμη
to leaven, NTest.
Chinese
原文音譯:zumÒw 緒摩哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(發)酵
字義溯源:發酵,煮沸,使發酵,發酵起來,發起來;源自(ζύμη)*=酵)
出現次數:總共(4);太(1);路(1);林前(1);加(1)
譯字彙編:
1) 都發酵起來(2) 太13:33; 加5:9;
2) 發起來麼(1) 林前5:6;
3) 發起來(1) 路13:21
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ζυμώνω). Ἀπό το ζύμη.
Παράγωγα: ζυμίτης (=ζυμωτό ψωμί), ζύμωμα, ζύμωσις, ζυμωτικός, ζυμωτός.