κυρτόω
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
hump up, make convex, κυρτῶν νῶτα, of a bull preparing to charge, E.Hel.1558; τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κεκυρτωκότες Ath.14.629f; καταιγίδες εἴς οὐρανὸν κυρτοῦς τὰ κύματα Lib.Or.59.138; λαίφεα AP10.15 (Paul. Sil.); κ. ὀστοῦν make the skull bulge, Antyll. ap. Orib.46.27.6:—Pass., κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθέν Od.11.244; κυρτοῦσθαι ῥάχιν Opp.C.3.273; of leeches, Opp.H.2.602: in Prose, οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι ἄνω κυρτοῦνται ὥσπερ οἱ ὄνοι οἱ κανθήλιοι X.Cyr.7.5.11; become hunchbacked, Sor.1.112: aor. 1 Med. ἐκυρτώσαντο bulged, δειρήν Nonn. D.37.564.
German (Pape)
[Seite 1538] krümmen, wölben; κῦμα κυρτωθέν, von der wie zur Brautkammer gewölbten Woge, Od. 11, 244; κυρτῶν τε νῶτα ταῦρος Eur. Hel. 1574; sp. D., wie κυρτώσαντες λαίφεα Paul. Sil. 57 (X, 15), Opp. Cyn. 3, 273. – Auch in Prosa; οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι ἄνω κυρτοῦνται Xen. Cyr. 7, 5, 11; Sp., wie Galen. öfter.
French (Bailly abrégé)
κυρτῶ :
courber, voûter;
Moy. κυρτόομαι, κυρτοῦμαι se courber.
Étymologie: κυρτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυρτόω [κυρτός] met acc. (doen) krommen, buigen:. κυρτῶν... νῶτα zijn rug krommend Eur. Hel. 1558. pass. intrans. krullen:. κῦμα κυρτωθέν een omkrullende golf de bolling van een wiel Od. 11.244.
Russian (Dvoretsky)
κυρτόω:
1 сгибать, выгибать (νῶτα Eur.); med. выгибаться, прогибаться (ἄνω Xen.; κῦμα, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθέν Hom.);
2 вздувать, надувать (λαίφεα Anth.).
English (Autenrieth)
make curved; κῦμα κυρτωθέν, ‘arched,’ Od. 11.244†.
Greek Monotonic
κυρτόω: μέλ. -ώσω, σκαλίζω ή λαξεύω σε αψίδα, κυρτῶν νῶτα, λέγεται για ταύρο που ετοιμάζεται να επιτεθεί, σε Ευρ.· κ. λαίφεα, σε Ανθ. — Παθ., σχηματίζω καμάρα ή αψίδα, λέγεται για κύμα που σπάζει, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κυρτόω: (κυρτὸς) κυρτώνω, κάμπτω τι μέχρις οὗ σχηματίσῃ τόξον, κυρτῶν νῶτα, ἐπὶ ταύρου ἑτοιμαζομένου εἰς ἐπίθεσιν, Εὐρ. Ἑλ. 1558· τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κ. Ἀθήν. 629F· λαίφεα Ἀνθ. Π. 10. 15. ― Παθ., κῦμα παρεστάθη, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθὲν (πρβλ. κυρτὸς) Ὀδ. Λ. 244· κυρτοῦσθαι ῥάχιν Ὁππ. Κυν. 3. 273· ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι κυρτοῦνται Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ― μέσ. ἀόρ. α΄ ἐκυρτώσαντο Νόνν. 37. 564.
Middle Liddell
κυρτόω, fut. -ώσω
to curve or bend into an arch, κυρτῶν νῶτα, of a bull preparing to charge, Eur.; κ. λαίφεα Anth.:—Pass. to form a curve or arch, of a wave breaking, Od., Xen.