ὑστέρα
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
Ion. ὑστέρη, ἡ,
A womb, Hp.VM22, Aph.5.22, Arist.HA 493a25, Thphr.HP9.13.3, Sor.1.2, etc.; freq. in plural ὑστέραι, Ion. gen. ὑστερέων, Hdt.4.109, Hp.Coac.515, Pl.Ti.91c:—with a play on the Adj. ὑστέρα (the second woman), Ath.13.585d.
2 ovary of animals, Arist.GA720a26, HA511a22; of birds, ib.564b21; reptiles, ib.508a13; fishes, ib.566a7. (Lit. the upper or protruding part, Skt. úttaras 'upper', Comp. of úd 'upwards'; so also Skt. udáram 'belly'; cf. ὕστρος· γαστήρ, Hsch.; or perhaps ἡ ὑ. (sc. μήτρα or δελφύς) the back part.)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
matrice.
Étymologie: fém. de ὕστερος, « la partie basse » ; cf. lat. uterus, skr. udaram « ventre ».
German (Pape)
ἡ, ion. ὑστέρη, die Gebärmutter, Her. 4.109, eigtl. fem. von ὕστερος, das letzte oder unterste Eingeweide im Leibe des Weibes; nach Andern von ὕστερος = γαστήρ, uterus, Plat. Tim. 91b.
Russian (Dvoretsky)
ὑστέρα: I ἡ (sc. ἡμέρα)
1) следующий (завтрашний) день Plut.;
2) дальнейшее время, будущее: ἐξ ὑστέρης Her. отныне, в дальнейшем.
II ἡ анат., тж. pl. матка Her., Plat., Arst. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑστέρα: Ἰων. ὑστέρη, ἡ, ἡ μήτρα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀφορ. 1253, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 3· «ὑστέραν ἐκάλουν οἱ πολλοὶ οὐκ’ ἰατρῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ φιλοσόφων τὸ πρὸς τὴν κύησιν ὑπὸ τῆς φύσεως δοθὲν ταῖς γυναιξὶ μόριον» Γαλην. τ. 16, σελ. 177, ἔκδ. Kühn.· συχνὸν ἐν τῷ πληθ. ὑστέραι, Ἰων. γεν. -έων, οἱ ὄρχιες (τῶν καστόρων) αὐτοῖσί εἰσι χρήσιμοι ἐς ὑστερέων ἄκεσιν Ἡρόδ. 4. 109, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 204· μῆτραι καὶ ὑστέραι λεγόμεναι Πλάτ. Τίμ. 91Β· ― μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τοῦ ἐπιθέτου ὕστερος, Ἀθήν. 585D. 2) αἱ ᾠοθῆκαι τῶν ᾠοτόκων ζῴων, πτηνῶν, ἑρπετῶν, ἰχθύων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 13, 7, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 24 κἑξ., 6. 10, 2, κ. ἀλλ. ― (Πρβλ. Λατ. uterus, Σανσκρ. udar-am (venter)· ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς συγγενεῖς τῷ ὕστερος, ὕστατος, φρονῶν ὅτι ἡ πρώτη σημασία αὐτῶν ἧτο ἡ τοῦ κατωτάτου μέρους, πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν νείατον ἐς κενεῶνα, πρβλ. δὲ ὡσαύτως καὶ ἔντερα).
Greek Monolingual
η / ὑστέρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α
1. μήτρα
2. συνεκδ. η κοιλιά
αρχ.
(για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) ωοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑστέρα πρέπει να αναχθεί στον ΙΕ τ. ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. ύστερος, ὑ) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ. -τέρα του θηλ. τών επιθ. του συγκριτικού βαθμού σε -τερος (πρβλ. ὕστερος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον σχηματισμό στο βάθος της μήτρας, στο πιο πίσω μέρος, και αυτή η σημ. δεν επιτρέπει την άμεση σύνδεση της με τον ομόρριζο αρχ. ινδ. τ. uttara- «αυτός που βρίσκεται από πάνω» (βλ. λ. ύστερος). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η λ. ύστερα συνδέεται (μέσω τ. ud-tera) με τη λ. ὕδερος και με τ. τών ΙΕ γλωσσών με σημ. «κοιλιά» (πρβλ. αρχ. ινδ. udara-, αβεστ. udara-, ΙΕ τ. udero-, βλ. λ. ὕδερος), η οποία, όμως, δεν θεωρείται αναγκαία. Η λ. ὑστέρα διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ιατρικών όρων, πολλοί από τους οποίους έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι (πρβλ. υστερεκτομή < hysterectomy)].
Greek Monotonic
ὑστέρα: Ιων. ὑστέρη, ἡ, μήτρα, κυρίως σε πληθ. ὑστέραι, Ιων. -εων, σε Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
ὑστέρα, Ionic ὑστέρη, ἡ,
the womb, mostly in plural ὑστέραι, etc. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ὑστέρα: {hustéra}
Forms: ion. -ρη
Grammar: f.
Meaning: Gebärmutter, Mutterleib, auch Eierstock (ion., Pl. Ti. 91 c, Arist. usw.).
Derivative: Davon ὑστερικός die Gebärmutter betreffend, an der Gebärmutter leidend, hysterisch (Hp., Arist., Gal. u.a.); vgl. ngr. ὑστερῖτις Hysterie.
Etymology : Der Bildung nach ein alter Komparativ, formal fem. (sc. μήτρα?) von ὕστερος (s.d.), semantisch besser zu aind. úttara-’oberer, höherer’ stimmend; somit letzten Endes von idg. *ud empor, hinauf, hinaus als *"die Hervortretende"? Neben *ud-terā > ὑστέρα steht mit tro-Sufflx ὕστρος· γαστήρ H.; daneben mit ero-Suffix aind. udáram n. Bauch, ὕδερος (s.d.), die aber wegen des damit ablautenden lit. vė́daras vielleicht anders zu beurteilen sind, s. WP. 1, 191, Pok. 1104f., W.-Hofmann s. vēnsīca und uterus (gegen Brugmann Grundr.2 II : 1. 330).
Page 2,975-976
Translations
womb
Afrikaans: baarmoeder; Albanian: an, mitër; Arabic: رَحِم, بَيْت الْوَلِد; Moroccan Arabic: والدة; Armenian: արգանդ; Asturian: úteru; Azerbaijani: uşaqlıq, bətn; Belarusian: матка, чэ́рава; Bengali: জরায়ু; Breton: mamm; Bulgarian: матка, утроба; Burmese: သားအိမ်; Catalan: úter, matriu; Central Melanau: peranakan; Chinese Cantonese: 子宮, 子宫; Mandarin: 子宮, 子宫; Min Nan: 子宮, 子宫, 生囝袋; Classical Nahuatl: nānyōtl; Czech: děloha; Danish: livmoder; Dhivehi: ރަހިމު; Dutch: baarmoeder; Elfdalian: livmųoðer; Esperanto: utero; Estonian: emakas; Faroese: lívmóðir; Finnish: kohtu; French: utérus, ventre, matrice, sein, entrailles; Galician: útero, madre, ventre, seo, entrañas; Georgian: საშვილოსნოს; German: Gebärmutter; Uterus; Mutterleib, Schoß; Gothic: 𐍅𐌰𐌼𐌱𐌰, 𐌺𐌹𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: μήτρα; Ancient Greek: μήτρα, ὑστέρα, ὑστέρη, δελφύς, δελφύα; Greenlandic: illiaq; Guaraní: ye; Gujarati: ગર્ભાશય; Hebrew: רֶחֶם \ רַחַם; Hindi: गर्भ, गर्भाशय; Hungarian: méh; Icelandic: leg, móðurlíf; Indonesian: rahim; Interlingua: utero, matrice; Irish: broinn; Italian: utero, grembo; Japanese: 子宮, 母胎; Kannada: ಗರ್ಭಕೋಶ; Kazakh: жатыр; Khmer: ស្បូន; Korean: 자궁(子宮); Kurdish Central Kurdish: مِناڵدان; Northern Kurdish: malzarok; Kyrgyz: жатын; Lao: ມົດລູກ; Latin: matrix, uterus, uterum; Latvian: dzemde; Lithuanian: gimda; Luxembourgish: Matrice, Gebärmutter, Uterus; Macedonian: матка, утроба; Malagasy: bobo, fananahana, vohoka; Malay: rahim, peranakan, kandung, kandungan, uterus; Malayalam: ഗര്ഭപാത്രം; Maltese: ġuf; Manx: brein; Maori: wharekano, wharekākano, wharetangata; Marathi: गर्भाशय; Middle English: matrice, maris, wombe; Mongolian: сав, умай, хэвлий; Navajo: iishchʼid; Nepali: पाठेघर; Norwegian Bokmål: livmor; Nynorsk: livmor; Old Church Slavonic Cyrillic: чрѣво; Old East Slavic: черево; Old English: innoþ, cwiþ, hrif, ċildhama; Pashto: رحم, توملنه, زيلان; Persian: رحم, زهدان, زاقدان; Polish: macica; Portuguese: útero, matriz; Quechua: kisma; Romanian: uter, matcă; Romansch: madra, uterus; Russian: матка, утроба, чрево; Rusyn: матка; Sami Inari: kuáhtu; Northern: mánágoahti, eatniheagga, goaŧŧu; Skolt: vuõbdd; Southern: boernesgåetie, jiemie; Sanskrit: गर्भ; Scottish Gaelic: machlag, broinn, brù; Serbo-Croatian Cyrillic: матерница, материца, утроба; Roman: maternica, materica, utroba; Slovak: maternica; Slovene: maternica; Sorbian Upper Sorbian: maćernica, rodźeńca; Spanish: útero, matriz; Sranan Tongo: bere; Sundanese: ᮕᮤᮃᮔᮊᮔ᮪; Swahili: nyumba ya uzazi, tumbo; Swedish: livmoder; Tagalog: bahay-bata, sinapupunan, matris, utero; Tajik: бачадон, раҳим, заҳдон; Tamil: கருப்பை; Telugu: గర్భం, గర్భాశయము; Thai: มดลูก; Tocharian B: kaläl, kātso; Tupinambá: ygé; Turkish: rahim, dölyatağı, uterus; Turkmen: ýatgy; Ugaritic: 𐎗𐎈𐎎; Ukrainian: матка, утроба, черево; Urdu: گربھ, رحم; Uyghur: بەچىدان, قارىن, ماتكا; Uzbek: bachadon, matka; Venetian: mare; Vietnamese: tử cung, dạ con; Volapük: vüm, motavüm; Welsh: croth; Old Welsh: gumbelauc; Yiddish: טראַכט, מוטערטראַכט, הייבמוטער