εὔγνωστος
οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders
English (LSJ)
εὔγνωστον,
A well-known, familiar, E.Or.[1394], Lys.17.4, Pl. Sph.218e; opp. ἄγνωστος, Epicur.Nat.28.5.
2 easy to discern, S.Aj.704(lyr., with v.l. εὔγνωτος); τὰ εεὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ X.Oec.20.14: Sup., Arr. Tact.2.1; εὔγνωστον… πότερος ἡμῶν ἐσθ' ὁ πονηρός D.29.1; ὅτι… Lys. 17.4. Adv. εὐγνώστως, κρίνειν Theo Sm.p.65 H.
German (Pape)
[Seite 1060] wohlbekannt, Eur. Or. 1394; Aesch. 1, 189; leicht zu erkennen, offenbar, Soph. Ai. 690; Plat. Soph. 218 e; καὶ εὐμαθής Xen. Oec. 20, 14; Sp. Als v.l. auch εὔγνωτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien connu, familier;
2 facile à connaître.
Étymologie: εὖ, γιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
εὔγνωστος:
1 хорошо известный, знакомый (τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωστα Eur.; τινι Plat., Aeschin.);
2 ясный, явный, очевидный (παντί Lys.): εὔ. ἐμοὶ ξυνείη Soph. пусть он явится мне.
Greek (Liddell-Scott)
εὔγνωστος: -ον, λίαν γνωστός, οἰκεῖος, Σοφ. Αἴ. 704, Εὐρ. Ὀρ. 1394, Λυσ. 148. 26. 2) εὐδιάκριτος, Πλάτ. Σοφιστ. 218Ε· εὔγνωστον... πότερός... ἐστιν ὁ πονηρὸς Δημ. 844. 16. Ἐπὶ τοῦ τύπου εὔγνωτος ἴδε Λοβ. ἐν Αἴαντι ἔνθ’ ἀνωτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὔγνωστος· δῆλος, φανερός».
Greek Monolingual
εὔγνωστος, -ον (Α)
1. πολύ γνωστός, οικείος
2. ευδιάκριτος, σαφής («εὔγνωστον... πότερος ἡμῶν ἔσθ' ὁ πονηρός», Δημοσθ.).
επίρρ...
εὐγνώστως
με σύνεση.
Greek Monotonic
εὔγνωστος: -ον, 1. πολύ γνωστός, οικείος, σε Σοφ., Ευρ.
2. ευδιάκριτος, σε Δημ.
Middle Liddell
εὔ-γνωστος, ον
1. well-known, familiar, Soph., Eur.
2. easy to discern, Dem.