φαυλότης

Revision as of 13:23, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A meanness, poorness, badness, of persons and things, Pl.Lg.646b, Isoc.4.146 (pl.); τῆς στολῆς X.Cyr.2.4.5; τῶν βρωμάτων ib.5.2.16; φαυλότης χώρας = poverty of the soil, poorness of soil, opp. ἀρετή, Pl.Lg. 745d; opp. ἐπιείκεια, Arist.EN1175b25; φαυλότης μοναρχίας ἡ τυραννίς = tyranny is monarchy in a bad state ib. 1160b10: in plural, φαυλότητες = states of bad health, Dsc.2.49.
2 want of accomplishments or want of skill, Hp.Art.77 (v.l. for φλαυρότης), E.Fr.641; στρατηγῶν φαυλότης D.18.303; ἡ ἐμὴ φαυλότης = my lack of judgement, my poor judgement, X.Mem.4.2.39, Pl.Hp.Ma.286d.
3 in good sense, plainness, simplicity of life, ἡ ἀμφὶ τὸ σῶμα φαυλότης X.Ages.11.11, cf. HG4.1.30.

German (Pape)

[Seite 1259] ητος, ἡ, Geringfügigkeit; – Schlichtheit, Einfachheit, Xen. Hell. 4, 1,30; – schlechte, gemeine, einfache Beschaffenheit, Wohlfeilheit, Xen. Cyr. 2, 4,5. 5, 2,16; Gegensatz des Gesuchten, Umständlichen, Kostbaren, Plat. Legg. V, 745 d; ἡ ἐμὴ φαυλότης, meine geringe Beurtheilungskraft, Hipp. mai. 286 d, wie Xen. Mem. 4, 2,39; οἳ διὰ φαυλότητα οὐχ οἷοί τε ἦσαν ζῆν, wegen Dürftigkeit Isocr. 4, 146.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 mauvais état d'une chose (d'un vêtement, d'aliments, etc.);
2 fig. ou au sens mor. sottise, stupidité ; en b. part simplicité.
Étymologie: φαῦλος.

Russian (Dvoretsky)

φαυλότης: ητος ἡ
1 скудость, бедность (τῆς χώρας Plat.; τῆς στολῆς Xen.);
2 ухудшение, порча (φαυλότης ἐστὶ μοναρχίας ἡ τυραννίς Arst.);
3 дурное качество, порочность (διαφέρειν ἐπιεικείᾳ καὶ φαυλότητι Arst.);
4 непригодность, слабость, неспособность (στρατηγῶν Dem.);
5 простоватость, простота (διὰ τὴν ἐμὴν φαυλότητα ἠπορούμην Plat.);
6 простота, непритязательность, скромность (τοῦ Ἀγησιλάου Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φαυλότης: -ητος, ἡ, μηδαμινότης, εὐτέλεια πενιχρότης, «προστυχιά», κακία, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Πλάτ. Νόμ. 646Β, Ἰσοκρ. 71Β· τῆς στολῆς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 4, 5· τῶν βρωμάτων αὐτόθι 5. 2, 16· φαυλότης τῆς χώρας, τὸ ἄγονον, Πλάτ. Νόμ 745D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιείκεια. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10, 5, 6· φαυλότης γάρ ἐστι μοναρχίας ἡ τυραννὶς αὐτόθι 8. 10, 3. 2) ἔλλειψις δεξιότητος ἢ ἱκανότητος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 837, Εὐρ. Ἀποσπ. 642· φ τῶν στρατηγῶν Δημ. 326. 27· ἡ ἐμὴ φαυλότης, ἡ ἐμὴ ἔλλειψις κρίσεως, ἡ ἐμὴ ἀκρισία, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζονα 286D. 3) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁπλότης, τὸ ἀνεπιτήδευτον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30, Ἀγησ. 11, 11· πρβλ. φαῦλος ΙΙ. 4.

Greek Monotonic

φαυλότης: -ητος, ἡ,
1. μηδαμινότητα, ευτέλεια, πενιχρότητα, κακία, λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ φαυλότης τῶν στρατηγῶν, έλλειψη στρατηγικής δεξιότητας, σε Δημ.· έλλειψη κρίσης, σε Ξεν.
2. με θετική σημασία, σαφήνεια, απλότητα, στον ίδ.

Middle Liddell

φαυλότης, ητος, ἡ, [from φαῦλος
1. meanness, paltriness, pettiness, badness, of persons and things, Xen., etc.; ἡ φαυλότης τῶν στρατηγῶν their want of skill, Dem.; lack of judgment, Xen.
2. in good sense, plainness, simplicity, Xen.

English (Woodhouse)

badness, baseness, commonness, incapacity, incompetence, meanness, pettiness, poorness, shabbiness, worthlessness, wretchedness, dishonourableness, of appearance, of degree

Translations

badness

Arabic: سُوء‎; Catalan: bua; Esperanto: malbono; Finnish: pahuus; German: Schlechtigkeit; Ancient Greek: κακία; Hebrew: רוע‎; Hindi: बुराई; Hungarian: rosszaság; Irish: donacht, ainnise, olcas; Kurdish Central Kurdish: خِراپە‎; Polish: niegodziwość; Portuguese: ruindade, maldade; Romanian: răutate; Russian: негодность; Spanish: maldad; Telugu: చెడ్డతనము; Turkish: kötülük; Volapük: bad; Welsh: drygioni

meanness

Bulgarian: низост, подлост; Dutch: gemeenheid; Greek: αχρειότητα; Irish: cneámhaireacht, suarachas; Italian: grettezza, meschinità, taccagneria; Japanese: 卑劣, 下劣; Latvian: zemiskums

wickedness

Bulgarian: злоба, лошотия; Catalan: dolenteria, malícia; Finnish: pahuus; French: méchanceté, perversité; German: Bosheit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐍅𐌰𐍅𐌴𐍃𐌴𐌹; Greek: μοχθηρία, κακία, αχρειότητα; Ancient Greek: ἀνοσιότης, ἀτασθαλία, ἀτασθαλίη, ἀτοπία, κάκη, κακία, κακοεργία, κακοεργίη, κακότης, κακοτροπία, κακουργία, μοχθηρία, πανουργία, πονηρία, ῥᾳδιουργία, τὸ κακόηθες, τὸ πανοῦργον, φαυλότης; Hebrew: רִשְׁעוּת‎; Irish: áibhirseoireacht, coireacht, colaí, díchúis, lochtaíl, mallaitheacht, urchóideacht; Italian: cattiveria; Lao: ຄວາມຊົ່ວ; Middle English: wikkednesse; Occitan: marridesa, aulesa, malícia, perversitat, malesa, malor, emmaliment, marridariá; Romagnol: cativēria; Romanian: răutate, perversitate, ticăloșie; Russian: злоба; Sanskrit: अधर्म, निकृति; Spanish: maldad, perversidad, perversión, malicia; Tocharian B: yolaiññe; Ukrainian: злочестивість