ἀποστέγω

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστέγω Medium diacritics: ἀποστέγω Low diacritics: αποστέγω Capitals: ΑΠΟΣΤΕΓΩ
Transliteration A: apostégō Transliteration B: apostegō Transliteration C: apostego Beta Code: a)poste/gw

English (LSJ)

A shelter or protect, αἱ ὀφρύες ἀ., οἷον ἀπογείσωμα, τῶν ὑγρῶν Arist.PA658b16: c. acc. only, protect, Id.Pr.924b1; ἀ. καὶ τηρεῖ τὴν ζωήν [ὁ φλοιός] Thphr. CP 1.4.5.
II keep out or off, τὸ ὕδωρ, Arist.Pr.924a26, cf. Emp.84.10, Pl.Lg.844b; τὸ ψῦχος Arist. Pr.939b17; τὴν ἁλμυρίδα Thphr. CP 3.6.3, al.; θερμότητα καὶ ὑγρότητα ib.4.12.2, cf. 5.12.9, Plu.2.665f: metaph., ὄχλον πύργος ἀποστέγει A.Th.234 (lyr.); ἀ. πληγὰς λίθων Plb.6.23.5.

Spanish (DGE)

1 proteger τούτους (σικύους ἢ κολοκύνθας) Arist.Pr.924b1, (ὁ φλοιός) ἀποστέγει ... τὴν ζωήν Thphr.CP 1.4.5
guardar ἀυδρία ... ἀποστέγει νάματα la sequedad absorbe las corrientes de agua Pl.Lg.844b.
2 proteger de c. ac. δυσμενέων δ' ὄχλον πύργος ἀποστέγει A.Th.234, τὰς τομάς Thphr.CP 3.5.5, τὴν ἁλμυρίδα Thphr.CP 3.6.3, θερμότητα καὶ ὑγρότητα Thphr.CP 4.12.2, πληγὰς λίθων Plb.6.23.5, τοὺς πολεμίους Ael.Fr.53
c. gen. ὅπως (αἱ ὀφρύες) ἀποστέγωσιν οἷον ἀπογείσωμα τῶν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ὑγρῶν para que (las cejas) protejan a modo de saledizo de los sudores que vienen de la cabeza Arist.PA 658b16, τοῦ ψύχους Thphr.CP 1.12.7.

German (Pape)

[Seite 326] überdachen, bedecken, schützen, πύργος – ὄχλον Aesch. Spt. 216; Theophr.; τὰς πληγάς, vom Schild, es hält sie ab, Pol. 6, 23, 5; τινός, wogegen, Arist. part. an. 2, 15; ἀϋδρία τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα Plat. Legg. VIII, 844 b, einziehen.

French (Bailly abrégé)

mettre à l'abri de, protéger contre : τι contre qch.
Étymologie: ἀπό, στέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστέγω:
1 покрывать, защищать (от чего-л.), т. е. задерживать, отражать, не пускать (ὄχλον Aesch.; τὸ ὕδωρ Arst.; τὰς πληγάς Polyb.);
2 сохранять, собирать, не выпускать (τα ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα Plat.; ἀτμίδα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστέγω: μέλλ. -ξω, στέγω ἢ προφυλάττω ἐκ τῶν ὑγρῶν, αἱ βλεφαρίδες ἀπ. οἷον ἀπογείσωμα τῶν ὑγρῶν Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 15, 1· μετ’ αἰτ. μόνης, προστατεύω, ὑπερασπίζω, αὐτόθι 3. 11, 1· τὴν ζωὴν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 4. 5. ΙΙ. ἀποκλείω τι, ἐμποδίζω αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ εἰσδύσῃ, τὸ ὕδωρ Ἀριστ. Πρβλ. 20. 13, πρβλ. 25. 21, Ἐμπεδ. 228, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 6, 3, κ. ἀλλ.: μεταφ. τηρῶ εἰς ἀπόστασιν, ὄχλον πύργος ἀποστέγει Αἰσχύλ. Θήβ. 234· ἀπ. πληγὰς λίθων Πολύβ. 6. 23, 5. ΙΙΙ. φυλάττω ἐντὸς τὸ ὕδωρ, περιορίζω αὐτό, ἐμποδίζω τὴν ἐκροὴν αὐτοῦ, Πλάτ. Νόμ. 844Β, πρβλ. Ἀριστ. Πρβλ. 25.18: - ἀπολ.., εἶμαι ἀδιάβροχος, ἀδιαπέραστος ὑπὸ τοῦ ὕδατος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 12, 2., 5. 12, 9· ἴδε τὴν λέξ. στέγω.

Greek Monolingual

ἀποστέγω (Α)
1. προφυλάσσω, προστατεύω (κυρίως από νερό)
2. αποκλείω, εμποδίζω
3. μτφ. κρατώ σε απόσταση.

Greek Monotonic

ἀποστέγω: μέλ. -ξω·
I. κρατώ μακριά το νερό, προστατεύω από την εισροή υδάτων· μεταφ., κρατώ σε απόσταση, ὄχλον πύργος ἀποστέγει, σε Αισχύλ.
II. κρατώ μέσα το νερό, το περιορίζω, εμποδίζω την εκροή του, σε Πλάτ.

Middle Liddell

I. to keep out water: metaph. to keep out or off, ὄχλον πύργος ἀποστέγει Aesch.
II. to keep in water, confine it, check its outflow, Plat.