χύτρος

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτρος Medium diacritics: χύτρος Low diacritics: χύτρος Capitals: ΧΥΤΡΟΣ
Transliteration A: chýtros Transliteration B: chytros Transliteration C: chytros Beta Code: xu/tros

English (LSJ)

ὁ, Ion. κύθρος EM543.38, (χέω)
A = χύτρα (earthen pot), Diph.41, Nic. Al.136, PHolm.19.12.
2 pl., of deep holes in Lake Copais, Thphr.HP4.11.8.
II οἱ Χύτροι, Chytroi, Hytroi, name of the hot springs at Thermopylae, Hdt.7.176, Delph.3(5).22.53 (iv B. C.).
2 pot feast, the 3rd day of the Anthesteria at Athens, Ar.Ach.1076, Ra.218 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1386] ὁ, ion. κύθρος u. κύτρος, 1) der irdene Topf, bes. der Kochtopf, übh. ein Gefäß zum Kochen, Nic. Al. 136 u. Sp. – Bei Her. 7, 176 die heißen Bäder zu Thermopylä. – 2) οἱ χύτροι, ein Festtag in Athen, gleichsam das Topffest, der dritte Tag der Anthesterien, der dreizehnte des Monats Anthesterion; Ar. Ach. 1040 Ran. 218; Alciphr. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vase de terre, marmite.
Étymologie: χέω ; v. χύτρα.

Russian (Dvoretsky)

χύτρος:глиняный горшок или котел Diod.

Greek (Liddell-Scott)

χύτρος: ὁ, Ἰων. κύθρος καὶ κύτρος, (χέω) = χύτρα, Δίφιλος ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1, Νικ. Ἀλεξιφ. 136. ΙΙ. οἱ Χύτροι ἦτο τὸ ὄνομα τῶν θερμῶν λουτρῶν ἐν Θερμοπύλαις, Ἡρόδ. 7, 176. 2) ἑορτὴ ἐν Ἀθήναις, οἱονεὶ ἑορτὴ τῶν χυτρῶν, ἡ τρίτη τῶν Ἀνθεστηρίων ἡμέρα, καὶ δεκάτη τρίτη τοῦ μηνὸς Ἀνθεστηριῶνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1076, Βάτρ. 218.

Greek Monolingual

και ιων. τ. κύθρος, ὁ, Α
1. πήλινο σκεύος, χύτρα
2. στον πληθ. οἱ χύτροι
α) μεγάλες οπές στον βυθό της λίμνης Κωπαΐδας
β) λουτήρες όπου διοχετεύονταν τα νερά τών θερμών πηγών του Καλλιδρόμου τών Θερμοπυλών
γ) (στην Αθήνα) γιορτή, με αγώνες, την τρίτη μέρα τών Ανθεστηρίων, αφιερωμένη στους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + επίθημα -τρο-ς (βλ. και λ. -τρον), πρβλ. χύτρα].

Greek Monotonic

χύτρος: ὁ,
I. = χύτρα.
II. 1. οἱ Χύτροι, ήταν όνομα που δόθηκε στα θερμά λουτρά των Θερμοπυλών, σε Ηρόδ.
2. γιορτή των χυτρών, η τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων, και η δεκάτη τρίτη του μήνα Ανθεστηρίωνα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χύτρος, ὁ,
I. = χύτρα.
II. οἱ Χύτροι was the name given to the hot baths at Thermopylae, Hdt.
2. the pot-feast, the 3rd day of the Anthesteria, and 13th of the month Anthesterion, Ar.