ασημώνω

From LSJ
Revision as of 17:14, 31 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐπαργυρόω, περιαργυρόω;" to "ἐπαργυρόω, καταργυρόω, περιαργυρόω;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

ασήμι
1. κάνω επένδυση με ασημένια ελάσματα («ασημώνω την εικόνα», «ασημώνω το θηκάρι»)
2. επαργυρώνω, ασημοκαπνίζωασημώνω το καντήλι ή το ρολόι»)
3. δίνω ασημένιο χρώμα, κάνω κάτι να φαίνεται σαν από ασήμι («το φως του φεγγαριού ασήμωνε τη θάλασσα»)
4. χαρίζω ασημένιο ή χρυσό νόμισμα σε νεογέννητο, σε νύφη, σε κάποιον που μου φέρνει καλές ειδήσεις ή, επίσης, που θα μου πει τη μοίρα μου ή που θα προβλέψει τα μέλλοντα.

Translations

silver-plate

Bulgarian: посребрявам; Catalan: argentar, platejar; Dutch: verzilveren; Finnish: hopeoida; German: versilbern; Greek: ασημώνω, αργυρώνω, επαργυρώνω, κάνω επαργύρωση; Ancient Greek: ἀργυρόω, διαργυρόω, ἐπαργυρόω, καταργυρόω, περιαργυρόω; Italian: argentare; Polish: posrebrzać; Portuguese: argentar; Russian: серебрить, посеребрить; Spanish: platear, argentar