κατακληροδοτέω
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
seize and parcel out, τὴν γῆν αὐτῶν v.l. in LXX 1 Ma.3.36, De.1.38, Act.Ap.13.19.
German (Pape)
[Seite 1353] durchs Loos verteilen, LXX u. N.T.
French (Bailly abrégé)
κατακληροδοτῶ :
distribuer par héritage.
Étymologie: κατά, κληροδοτέω.
Russian (Dvoretsky)
κατακληροδοτέω: NT v.l. = κατακληρονομέω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακληροδοτέω: διανέμω διὰ κλήρου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ΄, 36), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 19· διανέμω τι ὡς κληρονομίαν, Μανασ. Χρον. σ. 22.
English (Strong)
from κατά and a derivative of a compound of κλῆρος and δίδωμι; to be a giver of lots to each, i.e. (by implication) to apportion an estate: divide by lot.
English (Thayer)
(κατακληρονομέω) κατακληρονόμω (see κατά, III:6): 1st aorist κατεκληρονόμησα; to distribute by lot, to distribute as an inheritance: τίνι τί, G L T Tr WH. (Alex.; to receive, obtain, acquire as an inheritance; as, Deuteronomy 2:21>. Not found in secular authors.)
Greek Monotonic
κατακληροδοτέω: (κλῆρος, δίδωμι), μέλ. -ήσω, διανέμω, μοιράζω με κλήρο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
κλῆρος, δίδωμι fut. ήσω
to distribute by lot, NTest.
Chinese
原文音譯:kataklhrodotšw 卡他-克累羅-多帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-份-適用 相當於: (נָחַל)
字義溯源:照籤分給人,分成數份,分派,分配為業;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κλῆρος)*=鬮)及(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 分配為業(1) 徒13:19