ἔμπτωσις

From LSJ
Revision as of 08:19, 21 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπτωσις Medium diacritics: ἔμπτωσις Low diacritics: έμπτωσις Capitals: ΕΜΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: émptōsis Transliteration B: emptōsis Transliteration C: emptosis Beta Code: e)/mptwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A falling into, Corn.ND22: generally, falling, (καρπῶν) Cat.Cod.Astr.7.186.
2 falling upon, pressure, D.H.9.23.
3 incidence, impact, εἰδώλων Epicur.Sent.Vat.24, Cic.Att.2.3.2 (pl.); τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Placit.3.2.10.
4 propensity, διανοίας Onos.1.11.
5 reduction of dislocation, Gal.18(1).325.
6 inundation of the Nile, Heph.Astr.1.21.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1embate, impacto, acometida de fuerzas de la naturaleza ἡ εἰς τὰς ἐν τῇ γῇ σήραγγας ἔ. τῆς τε θαλάττης Corn.ND 22, τῶν ὑδάτων Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.33.26, cf. Ael.NA 2.22, βιαία ... ἀνέμου ἔ. Erot.70.9, fig. de las pasiones μαλακισθέντες διὰ τῆς τῶν παθημάτων ἐμπτώσεως Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.19, τὰς αἰφνιδίους περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἐμπτώσεις αὐτοῦ (τοῦ Ἔρωτος) Porph.Fr.359.117, cf. Abst.2.39.
2 empuje, presión ἐφεστηκότων κατόπιν ... ἐμπτώσει πολλῇ συνεργούμενοι ayudados por la fuerte presión de los que estaban situados detrás D.H.9.23, εἰς τὴν ῥῖνα τοῦ πνεύματος Gal.2.877, cf. Sor.2.2.17.
3 caída en vertical, desprendimiento τῶν ὑγρῶν καρπῶν Cat.Cod.Astr.7.186, τὰ φυτὰ ... ῥήξεις δὲ καὶ ἐμπτώσεις ἐργάζεται ταῖς ληνοῖς las plantas provocan grietas y desprendimientos en los abrevaderos Iul.Ascal.49.1.
4 propensión, tendencia ὅντινα ... φιλοῦσιν αὐτομάτῃ διανοίας ἐμπτώσει Onas.1.11.
II usos téc.
1 fil., cien., en la teoría atomista incidencia, impacto de los rayos luminosos o de su substrato material en un medio ἐνύπνια οὐκ ἔλαχε φύσιν θείαν ... ἀλλὰ γίνεται κατὰ εἰδώλων ἔμπτωσιν Epicur.Sent.Vat.[6] 24, cf. Diog.Oen.9.3.7, Gr.Nyss.Hom.in Cant.105.13, ὁρᾶν δ' ἡμᾶς κατ' εἰδώλων ἐμπτώσεις (opina Demócrito) que nosotros vemos por la incidencia de las imágenes sobre los ojos, D.L.9.44, cf. Cic.Att.23.2, τὴν εἰς τὰ νέφη τοῦ ἡλίου βιαίαν ἔμπτωσιν πολλάκις σπινθηρίζειν Placit.3.2.10 (= Metrod.Chius A 14), cf. 3.3.7 (= Emp.A 63)
incidencia, entrada de la sombra durante un eclipse op. ἀνακάθαρσις Heph.Astr.1.21.3, 5, αἱ δὲ ἐμπτώσεις τῆς σελήνης εἰς τὸ σκίασμα Gem.11.5.
2 medic. reducción, recolocación de un hueso dislocado, Gal.18(1).325, τῶν ἄρθρων Gal.18(1).354.
3 gram. interposición, inserción un tipo de pleonasmo ἐξ ἐμπτώσεως πλεονάσαντος τοῦ ᾱ en los gentilicios en -ιάδης Eust.13.29.

German (Pape)

[Seite 818] ἡ, das Hineinfallen, der Anfall, D. Hal. 9, 23 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπτωσις: εως ἡ
1 падение внутрь (или на что-л) (τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Plut.);
2 проникновение (εἰδώλων ἐμπτώσεις Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπτωσις: -εως, ἡ, τὸ πίπτειν ἐντός τινος, Εὐστ. Πονημάτ. 297. 10. ΙΙ. τὸ ἐπιπίπτειν κατά τινος, πίεσις, Διον. Ἁλ. 9. 23. 2) πρόσπτωσις, ὁρᾶν δ’ ἡμᾶς κατ’ εἰδώλων ἐμπτώσεις Διογ. Λ. 944.

Greek Monolingual

ἔμπτωσις, η (Α)
1. η πτώση, το πέσιμο μέσα σε κάτι
2. (με εχθρ. σημ.) πτώση πάνω σε κάποιον, επίθεση, πίεση
3. ξαφνική πτώση, είσοδος, σύγκρουση, συμπίεση
4. κλίση, ροπή
5. (για εξάρθρωση) ανάταξη
6. (ειδ.) η ετήσια πλημμύρα του ποταμού Νείλου.

Translations

inundation

Arabic: فيضان; Bulgarian: наводнение; Chamicuro: imujki; Chinese Mandarin: 洪水; Czech: zaplavení, záplava; Dutch: inundatie; French: inondation; Georgian: დატბორვა; German: Überschwemmung, Überflutung; Ancient Greek: ἄμβασις, ἀνάβασις, ἀνάχυσις, βροχή, ἔμπτωσις, θαλάσσω, θαλάττωσις, κατακλυσμός, ὄμβρος, πλήμυρα; Hungarian: áradás; Italian: inondazione, allagamento, alluvione; Japanese: 洪水; Korean: 홍수; Latin: eluvio, abluvium, abluvium; Nanai: далан; Ottoman Turkish: سیل, طوفان; Persian: سیلاب; Plautdietsch: Äwaschwamunk; Polish: powódź, potop; Portuguese: inundação; Romanian: inundare, inundație; Russian: наводнение, потоп; Spanish: inundación; Ukrainian: повінь, повідь, затоплення, потоп