κοσμιότης

From LSJ
Revision as of 13:48, 24 April 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμιότης Medium diacritics: κοσμιότης Low diacritics: κοσμιότης Capitals: ΚΟΣΜΙΟΤΗΣ
Transliteration A: kosmiótēs Transliteration B: kosmiotēs Transliteration C: kosmiotis Beta Code: kosmio/ths

English (LSJ)

κοσμιότητος, ἡ, propriety, decorum, Ar.Pl.564, Pl.Plt. 307 b, Zeno Stoic.1.58, etc.; κοσμιότης καὶ σωφροσύνη Pl.Grg. 508 a; opp. ἀκολασία, Arist.EN1109a16: pl., τὰς αἰσχύνας καὶ κ. Phld.Mus.p.44 K.

French (Bailly abrégé)

κοσμιότητος (ἡ) :
bon ordre ; modération d'esprit ou modération de caractère, convenance, décence.
Étymologie: κόσμιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμιότης, κοσμιότητος, ἡ κόσμιος fatsoenlijk gedrag, fatsoen:. κοσμιότης οἰκεῖ μετ’ ἐμοῦ fatsoen leeft bij mij Aristoph. Pl. 564.

German (Pape)

κοσμιότητος, ἡ, die Eigenschaft des κόσμιος, ein ordentliches, gesetztes, gesittetes Betragen, Anstand, Ehrbarkeit, nach Plat. defin. 412d ὕπειξις ἑκουσία πρὸς τὸ φανὲν βέλτιστον, εὐταξία περὶ κίνησιν σώματος; neben σωφροσύνη, Gorg. 508a; Ar. Plut. 564; διὰ κοσμιότητος ζημιοῦν Dem. 59.80; Gegensatz der ἀκολασία, Arist. Eth. 2.8; Sp., wie Luc. Tim. 55.

Russian (Dvoretsky)

κοσμιότης: κοσμιότητος ἡ скромность, добропорядочность, порядочность, честность (κ. καὶ σωφροσύνη Plat., Plut.).

Greek Monotonic

κοσμιότης: κοσμιότητος, ἡ, κοσμιότητα, ευπρέπεια, ευταξία, πρέπουσα συμπεριφορά, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμιότης: κοσμιότητος, ἡ, τάξις, εὐταξία, εὐπρέπεια, φρόνιμος διαγωγή, Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ σωφροσύνη ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ ἀκολασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. κομψότης.

Middle Liddell

κοσμιότης, κοσμιότητος, [from κόσμιος
propriety, decorum, orderly behaviour, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

orderliness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)