πυκνός
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
English (LSJ)
ή, όν, poet. also πῠκῐνός, ή, όν, both forms in Ep. (v. infr.) and Lyr., Pi.O.13.52 (Sup.), B.Fr.1; Aeol. πύκνος Sapph.1.11, Alc.Supp.14.9 (πύκινος is dub. l. Id.82); Trag. πυκνός, exc. S. in lyr., Aj.1208, Ph.854; πυκινός once in Com., Eub.38 (s.v.l.): Lacon. Sup. πουκότατος is corrupt in Simm.26.17:—
A close, compact. I of a thing with reference to the close union of its parts, close, firm, solid, πυκινὸς θώρηξ Il.15.529; χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Od.14.521; πυκινὸν νέφος Il.5.751; πυκινὸν λέχος well-stuffed, firm bed, 9.621, Od.7.340; πυκνὸν καὶ μαλακόν Il.14.349; Ἁρμονίης πυκινῷ κρυφῷ Emp.27.3; σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα X.An.4.7.15; π. δέμας Parm. 8.59; of a sponge, Hp.Ulc.2; π. ὀστοῦν Pl.Ti.75b, cf. Hp.VM22; [σάρκες] Pl.Ti.74e; χρυσοῦ πυκνότερον ib.59b; ἔβενος Thphr.HP1.5.5; πλεύμων Plu.2.698b; χωρία ib.650d; πυκινὴν νάπαις Ἄζιλιν Call. Ap.89; [ὁ ἐλαιὼν] πυκνός ἐστι τοῖς φυτοῖς overgrown with plants, PFay.113.8 (i/ii A.D.); ξοῒς χαρακτὴ π. IG7.3073.104 (Lebad., ii B.C.); of a woman, thick-set, stocky, Sor.1.34. 2 narrow, constricted, οὐ διέρχεται . . ἀρκέουσα ἰκμάς... πυκνῆς τῆς ὁδοῦ ἐούσης Hp.Mul.1.73; πυκνοὺς ἔχουσι τοὺς πόρους τοῦ σώματος Alex.Aphr.Pr.1.6. II of the parts of a thing, close-packed, crowded, πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Il.4.281; τῶν δὲ στίχες ἥατο πυκναί 7.61, etc.; πυκινὸν λόχον εἷσαν 4.392, etc.(v. infr. 111.1); πυκνὰ καρήατα λαῶν 11.309; πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν 13.133, cf. Od.5.480; σταυροῖσιν πυκινοῖσι Il.24.453; σταυροὺς . . πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.12; of thick plumage, πυκινὰ πτερά 5.53; πτερὰ πυκνά Il.11.454, 23.879; but πύκνα πτέρα fast-beating wings, Sapph.1.11 (and so perh. Hom. ll. cc.); freq. of thick foliage, ὕλη, λόχμη, θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήϊα, δρυμά, πέταλα, Il.18.320, Od.19.439, 5.471, Il.21.245, Od.14.473, 10.150, 19.520; π. νέφεα Hes.Op.553; πυκινοῖσι λίθοισι with close-laid stones, Il.16.212; πυκινοῖσι . . βελέεσσι with a thick shower of darts, 11.576; πυκνῆσιν λιθάδεσσιν Od.14.36; τοξεύματα πολλὰ καὶ π. Hdt.7.218; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, of Argus, A.Pr.678; πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, of the Furies, Id.Ch.1050; of thick-falling rain, snow, etc., πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr.636; πυκιναῖς δρόσοις Id.Aj.1208 (lyr.); πυκνῇ νιφάδι E.Andr.1129; π. ῥόος a dense current, Emp.100.14; π. θρίξ X.Cyn.4.6; π. τρίχες Pl.Prt.321a; [δένδρεα] Hdt.4.22, cf. X.An.4.8.2; τὰ μὲν π . . . τὰ δὲ μανὰ κατὰ τὴν φυτείαν Thphr.HP1.8.2. b in Tactics, in close order, opp. ἀραιός, Ascl.Tact.4.1 (Sup.), Arr.Tact.11.1 (Comp.). 2 of a repeated action, frequent, numerous, πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε A.Pr.658; τῶν π. φιλημάτων Id.Fr.135; ὀδύναι πυκνόταται Hp.VM22; πυκινῶν κρεγμῶν ἀκροαζομένα Epich.109 (anap.); π. ὁδοὺς ἐλθόντα E.Tr.235; π. βαίνων ἤλυσιν, of a blind man, Id.Ph.844; ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται on the oft-revolving wheel, S.Fr.871.1; μεταβολαὶ πυκνόταται Hp.Aër.13; πνεῦμα πυκνότερον quicker breathing, Id.Acut.16; π. σφυγμὸς ἢ μανός Plu.2.136f; continuous, constant, φῶς Corp.Herm. 16.10; ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Th.7.44; ἡ . . εἰωθυῖά μοι μαντικὴ . . πάνυ πυκνὴ ἦν Pl.Ap.40a; ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραί Id.R.573e; τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Isoc.1.20: c. inf., πυκνοτέραν εἰσαφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν more frequently visited by... X.Vect.5.1 codd. III of artificial union, well put together, compact, strong, πυκινὸς δόμος, χηλός, θύραι, θάλαμος, κευθμῶνες (v. infr. B. 111.1), Il.10.267, Od.13.68, Il.14.167, Od.23.229, 10.283; ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινή Il.13.804; π. δῶμα Xenoph.17: hence, close, concealed, πυκινὸς δόλος Il.6.187; and so perhaps π. λόχος, v. supr. 11.1. 2 in Music, πυκνόν, τό, part of the tetrachord in which the intervals are small, defined as τὸ ἐκ δύο διαστημάτων συνεστηκὸς ἃ συντεθέντα ἔλαττον διάστημα περιέξει τοῦ λειπομένου διαστήματος ἐν τῷ διὰ τεσσάρων Aristox.Harm. p.24M., cf. Plu.2.1135b, etc. IV generally, strong of its kind, sore, excessive, ἄτη Il.24.480; μελεδῶναι Od.19.516; ἄχος Il.16.599. V metaph. of the mind, shrewd, wise, πυκιναὶ φρένες 14.294, cf. Alc.Supp.14.9, B. l.c.; νόος Il.15.461; μήδεα 3.208; βουλή 2.55; ἐφετμή 18.216; μῦθοι Od.3.23; ἔπος Il.11.788; θυμός, βουλαί, Pi.P.4.73, I.7(6).8; φρήν E.IA67; μήτιδι πυκνῇ Orac. ap. Hdt.7.141, cf. IG3.1320: in Prose, πυκνὴ διάνοια Pl.R.568a; τὸ π. terseness of expression, D.H.Th.24. 2 of persons, sagacious, shrewd, crafty, cunning, Σίσυφος πυκνότατος παλάμαις Pi.O.13.52; κύων πυκινώτατον ἑρπετόν Id.Fr.106; πυκινοί the wise, S.Ph.854 (lyr.); πυκνότατον κίναδος Ar.Av.430 (lyr.); πυκνός τις καὶ σοφὸς γνώμην ἀνήρ Critias 25.12. B Adv. πυκινῶς, and after Hom. πυκνῶς, θύραι or σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι close or fast shut, Il.9.475, Od.2.344, etc. 2 sorely (v. supr. A. IV), πυκινῶς ἀκαχήμενος Il.19.312, cf. Od.19.95, al.; constantly, ὅταν π. διᾴττωσι X.Cyn.6.22. 3 sagaciously, shrewdly, π. ὑποθήσομαι Od.1.279, cf. Il.21.293; πυκνῶς ἀνευρεῖν Ar.Th.438 (lyr., s.v.l.). II neut. sg. and pl., πυκνόν, πυκνά, πυκινόν, πυκινά as Adv., esp. in the sense much, often, πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην a much torn wallet, a wallet full of holes, Od.13.438, 17.198; πυκινόν περ ἀχεύων 11.88; τέττιξ . . καταχεύετ' ἀοιδὴν πυκνόν Hes.Op.584: in Prose, πυκνὰ ἐκπίπτει ὦμος Hp.Art.2; πυκνὰ ἀποβλέπειν Pl.R.501b; πυκνὰ στρέφεσθαι X.An.6.1.8; πυκνὸν ἀναπνεῖν Arist.Rh.1357b19; πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι, Pl.R.328d, D.41.24; πυκνότερα ἐπάγειν Pl.Cra.420d. Adv. -οτέρως Lesb.Gramm.23, PLond.5.1929(iv A.D.): Sup. πυκνότατα X.Eq.11.11. 2 πυκινὰ φρονεῖν (v. supr. A.V) Od.9.445. III poet. Adv. πύκα [?~X?~X], thickly, solidly, θαλάμου πύκα ποιητοῖο 1.436; π. π. δόμοιο 22.455; σάκεος π. π. Il.18. 608; Λυκίων π. θωρηκτάων 12.317, cf. 15.689,739; πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι 12.454. 2 θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο with thick-falling darts, 9.588. 3 wisely, π. φρονεῖν ib.554, 14.217, Q.S.1.449, al.; τρέφειν rear carefully, Il.5.70.πυκνός, gen. of πνύξ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 816] att. gen. von πνύξ. u. poet. πυκινός, a) von der Beschaffenheit einer Masse, dicht, fest, derb, im Ggstz des Lockern u. Losen; θώρηξ, Il. 15, 529; ἀσπίδα ῥινοῖσιν πυκινήν, 13, 804; χλαῖνα πυκνὴ καὶ μεγάλη, Od. 14, 521; λέχος, Il. 9, 621 Od. 7, 340. 23, 177, eigtl. wohl von dichter, festgeschüttelter Streu od. festgestopftem Bett; καὶ μαλακόν, Il. 14, 349; νέφος, 5, 751. 8, 395; νεφέλη, 16, 288; πυκνὰ νέφεα, Hes. O. 555; ὀστοῦν, Plat. Tim. 75 a; πυκνὰ καὶ βαρέα, 52 e, u. sonst; καὶ λεῖα, Rep. VI, 510 a; χρυσοῦ πυκνότερον ὄν, Tim. 59 b; σπάρτα, Xen. An. 4, 7, 15. – b) von der Verbindung einzelner Theile zu einem Ganzen, dicht gedrängt, in dichten Schaaren, nahe beisammen, im Ggstz des Zerstreu'ten, Vereinzelten, weit aus einander Liegenden; ὀδόντες, σταυροί, πυκνοὶ καὶ θαμέες, Od. 12, 92. 14, 12; πυκιναὶ φάλαγγες, πυκναὶ στίχες, dichte Schaaren, Il. 4, 281. 7, 61 u. sonst; Hes. Th. 935; βέλεα, Il. 11, 576, λίθοι, 16, 212, in dichter Menge abgeschossen, geworfen; πυκινῇσιν λιθάδεσσιν, Od. 23, 193; aber πυκνοῖσιν λάεσσιν, mit dicht gehäuften Steinen, Il. 24, 798; πυκνὰ καρήατα, dicht gedrängte Köpfe, Kopf an Kopf gedrängt, 11, 309; σταυροί, 24, 453; auch mit dem dat., πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοις, dicht an einander gedrängt, 13, 133. 16, 217 Od. 5, 480; πυκνὰ πτερά, dicht gefiederte Flügel, Il. 11, 454. 23, 879 Od. 5, 53 u. sonst; bes. vom dichten Laube, dichter Waldung: ὄζοι, Il. 21, 245; θάμνοι, Od. 5, 471; πέταλα, 19, 520; ὕλη, Il. 18, 320 Od. 6, 128; λόχμη, 19, 439; δρυμά, Il. 11, 1, 18; – σύες πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχοντες, Od. 10, 283, was man auch zu c) ziehen kann; vgl. Hes. O. 534; – πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλεν, Aesch. Prom. 661; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, 681, häufig, u. öfter; πυκιναῖς δρόσοις, Soph. Ai. 1178; πυκνῇ νιφάδι, Eur, Andr. 1130; u. in Prosa: πυκναῖς θριξί, Plat. Prot. 321 a; häufig, τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖς χρώμενοι, Thuc. 7, 44; ἡ εἰωθυῖά μοι μαντικὴ ἡ τοῦ δαιμονίου πάνυ πυκνὴ ἦν, Plat. Apol. 40 a, u. öfter; δένδρα, Xen. An. 4, 8, 2; φάλαγξ, 2, 3, 3, wie Pol. πυκνοτέρας ἢ πρόσθεν τὰς σημαίας καθιστάνων, 3, 113, 3. – In der Musik das wiederholte Angeben desselben Tones. – c) fest zusammengefügt, verschlossen; δόμ ος, Il. 10, 267. 12, 301 Od. 6, 134 u. sonst; χηλός, 13, 68; θύραι, Il. 14, 167. – Uebh. tüchtig in seiner Art; πυκινὸν ἄχος, ein tüchtiges, großes Leid, Il. 16, 599, vgl. Od. 11, 88; so ἄτη, Il. 24, 480; μελεδῶναι, Od. 19, 516; dah. übertr. auf den Geist, πυκιναὶ φρένες, Il. 14, 294, ursprünglich = dichtes, festes Zwerchfell, was als der Sitz eines tüchtigen Verstandes galt; Διὸς πυκινὸς νόος, 15, 461, wie Archil. 60; φρήν, Eur. I. A. 67; Ar. Ach. 420; μήδεα, Il. 3, 208; πυκινὰ φρεσὶ μήδε' ἔχοντες, 24, 282; Od. 19, 353; πυκινὴ βο υλή, Il. 2, 55. 9, 76; ἐφετμή, verständig, 18, 216; μῦθος , ein tüchtiges, verständiges Wort, Od. 3, 23, wie πυκινὸν ἔπ ος, Il. 11, 788; dah. liegt auch schlaues, vorsichtiges Verbergen der Absicht darin, wie πυκινὸς λόχος, 24, 779, vgl. Od. 11, 525, ἠμὲν ἀνακλῖναι ἠδ' ἐπιθεῖναι, wobei man an den eigentlichen Ort des Hinterhalts, das Versteck denken muß; so auch δόλος, Il. 6, 187. – Aehnl. bei den folgdn Dichtern; πυκινῷ θυμῷ, Pind. P. 4, 73; πυκινὰν μῆτιν, 4, 58; πυκναῖς βουλαῖς, I. 6, 8; auch von Menschen, klug, verschlagen, Σίσυφον πυκνότατον παλάμαις, Ol. 13, 52; vgl. Soph. μάλα τοι ἄπορα πυκινοῖς ἐνιδεῖν πάθη, Phil. 843; πυκνότατον κίναδος, Ar. Av. 429; auch in Prosa, καὶ τοῦτο πυκνῆς διανοίας ἐχόμενον ἐφθέγξατο, Plat. Rep. VIII, 568 a. – Adv. al πυκινῶς und nach Hom. πυκνῶς, bes. θύραι, σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, dicht, fest verbunden, fest verschlossen, Il. 9, 475 Od. 2, 344 u. oft; u. übertr., πυκινῶς ἀκάχημαι, ich betrübe mich tüchtig, sehr, Il. 19, 312 Od. 19, 95 u. sonst; πυκινῶς ὑποθήσομαι, nachdrücklich, bedächtig ermahnen, rathen (s. ob. 2), Il. 21, 293 Od. 1, 279; πυκνῶς ποικίλους λόγους ἀνεῦρεν, Ar. Th. 438. – b) eben so πυκνόν u. πυκνά, πυκινόν u. πυκινά gebraucht, dicht, häufig; πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην, Od. 13, 438. 17, 198; πυκνὰ ἑκατέρωσ' ἀποβλέπειν, Plat. Rep. VI, 501 b; u. comparat., νῦν δὲ σὲ χρὴ πυκνότερον δεῦρο ἰέναι, Rep. I, 328 d, wie πυκνότερον ἐν ταυθοῖ παρέρχεται Dem. 41, 24; u. übertr., πυκινόν περ ἀχεύων Od. 11, 88, ἀνεστενάχιζε Il. 10, 9, πυκνὰ μάλα στενάχων 18, 318, ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι Od. 9, 445.