πανδοκεύτρια
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ἡ, hostess, Ar.Ra.114, Pl.426, Eup.9, D.C.46.6: metaph., φάλαινα πανδοκεύτρια a sea-monster ready to take all in, Ar. V.35.
German (Pape)
[Seite 458] ἡ, Gastwirthinn, Ar. Plut. 426 Ran. 114 u. Sp., wie D. Cass. 46, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
femme aubergiste.
Étymologie: πανδοκεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανδοκεύτρια -ας, ἡ [πανδοκεύω] iem. die iedereen onderdak biedt: herbergierster; overdr.: φάλλαινα πανδοκεύτρια een allesverslindend zeemonster Aristoph. Ve. 35.
Russian (Dvoretsky)
πανδοκεύτρια: ἡ
1 хозяйка гостиницы Arph.;
2 всепожирательница (φάλαινα π. Arph.).
Greek Monolingual
ή, Α
βλ. πανδοκευτής.
Greek Monotonic
πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, σε Αριστοφ.· μεταφ., φάλαινα πανδοκεύτρια, θαλάσσιο τέρας έτοιμο να υποδεχτεί στην κοιλιά του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., φάλλαινα π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.
Middle Liddell
πανδοκεύτρια, ἡ, [from πανδοκεύς
a hostess, Ar.; metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar.