ἀμφίπυρος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ἀμφίπυρον, (πῦρ)
A with fire at each end, of the double-pointed thunderbolt, E.Ion212; βροντά Id.Hipp.559; δειράδες Παρνασοῦ.. ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας.. πηδᾶ with twin fires, of two peaks of Parnassus, Id.Ion716; of Artemis as bearing a torch in either hand, S.Tr.214 (lyr.).
II with fire all round, τρίποδες Id.Aj.1405.
Spanish (DGE)
(ἀμφίπῠρος) -ον
I 1que lleva fuego en ambas puntas κεραυνός E.Io 212, βροντά E.Hipp.559, φλογμός E.Hec.473, cf. Sch.ad loc.
2 que lleva antorchas en las dos manos Ἄρτεμις S.Tr.214, ἀ. ἀνέχων πεύκας blandiendo una antorcha en cada mano E.Io 716.
II lamido por el fuego en torno τρίπους S.Ai.1405.
German (Pape)
[Seite 142] rings von Feuer umgeben, umflammt, Soph., τρίπους Ai. 1384; Tr. 213 Artemis, mit zwei Fackeln; Eur., κεραυνός Ion 213 ch.; βροντή Hipp. 559; πεῦκαι Ion 716.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est en feu tout autour ; ἀμφίπυρος βροντά EUR le foudre enflammé, càd Zeus armé du foudre;
2 qui porte une torche dans chaque main (Artémis).
Étymologie: ἀμφί, πῦρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίπῠρος:
1 объятый огнем (τρίπους Soph.; βροντά, πεῦκαι Eur.);
2 носящий по факелу в каждой руке (Ἄρτεμις Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίπῠρος: ον (πῦρ) ὁ ἔχων πῦρ εἰς ἑκάτερον ἄκρον, ἐπὶ τοῦ διπλῆν ἔχοντος αἰχμὴν κεραυνοῦ. Εὐρ. Ἴων 213· δειράδες Παρνασσοῦ ..., ἵνα Βάκχιος ἀμφυπύρους ἀνέχων πεύκας ... πηδᾷ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰς δύο κορυφὰς τοῦ Παρνασσοῦ (πρβλ. δίλοφος, δικόρυφος), αὐτόθι 716· οὕτως ἐν Σοφ. Τρ. 214, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς φερούσης πυρσὸν ἐν ἑκατέρᾳ χειρί, πρβλ. Ο. Τ. 206. ΙΙ. ὁ περιβαλλόμενος ὑπὸ πυρός, τρίποδες Σοφ. Αἴ. 1405 (πρβλ. ἀμφιβαίνω ΙΙ.).
Greek Monolingual
ἀμφίπυρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα
2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πυρος < πῦρ].
Greek Monotonic
ἀμφίπῠρος: -ον (πῦρ), αυτός που έχει φωτιά στα δύο άκρα, λέγεται για το αστροπελέκι, σε Ευρ.· καθώς λέγεται και για την Άρτεμη που έφερε από έναν πυρσό σε κάθε χέρι, σε Σοφ.
II. με φωτιά ολόγυρα, στον ίδ.
Middle Liddell
[πῦρ]
I. with fire at each end, of the thunder-bolt, Eur.; of Artemis as bearing a torch in either hand, Soph.
II. with fire all round, Soph.