προσφθέγγομαι
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
Dor. ποτιφθέγγομαι AP7.656 (Leon.):—
A call to, address, τινα E.Alc.331, Hipp.1097, Or.481, etc.; salute, σῆμα AP l.c.
2 call by a name, call so and so, καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο Pi.O.10(11).50; π. μιᾷ κλήσει Pl.Plt. 287e.
II intr., sound to, accompany, [αὐλοὶ] π. χοροῖς Poll.4.81.
German (Pape)
[Seite 786] dep. med., anreden, begrüßen, Eur. Or. 481 u. öfter. – Benennen, πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο, Pind. Ol. 11, 50; ἀγγεῖον ὃ μιᾷ κλήσει προσφθεγγόμεθα, Plat. Polit. 287 e.
French (Bailly abrégé)
adresser la parole à, saluer, acc..
Étymologie: πρός, φθέγγομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φθέγγομαι toespreken, toeroepen, met acc. noemen:. ἀγγεῖον μιᾷ κλήσει προσφθεγγόμεθα wij noemen dit met een enkelvoudige benaming: vaatwerk Plat. Plt. 287e.
Russian (Dvoretsky)
προσφθέγγομαι: дор. ποτιφθέγγομαι
1 обращаться с речью, заговаривать (τινα Eur.);
2 называть, именовать (τι Pind., Plat.).
English (Slater)
προσφθέγγομαι name καὶ πάγον Κρόνου προσφθέγξατο (O. 10.50)
Greek Monolingual
ΜΑ
μιλώ σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον
αρχ.
1. χαιρετώ
2. ονομάζω, επονομάζω («ἀγγεῖον... μιᾷ κλήσει προσεφθεγγόμεθα», Πλάτ.)
3. ηχώ σε συμφωνία με κάτι, συνοδεύω με τον ήχο μου («οἱ δὲ [αὐλοὶ] ὑπερτέλιοι προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῖς», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φθέγγομαι «βγάζω φωνή, μιλώ, φωνάζω»].
Greek Monotonic
προσφθέγγομαι: Δωρ. ποτί-φθ-,
1. αποθ., προσφωνώ, προσαγορεύω, αποκαλώ, χαιρετώ, τινα, σε Ευρ.
2. προσφωνώ κάποιον με το όνομα του, ονομάζω, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσφθέγγομαι: Δωρικ. ποτιφθ- Ἀνθ. Π. 7.656· ἀποθ.· - φθέγγομαι πρός τινα, προσφωνῶ, προσαγορεύω, χαιρετίζω, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 331, Ἱππ. 1097, Ὀρ. 481, κτλ. 2) καλῶ μέ τι ὄνομα, ὀνομάζω..., καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο Πινδ. Ο. 10 (11). 61, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 287Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., φθέγγομαι ἐν συμφωνίᾳ πρός τι, συνοδεύω διὰ τῆς φωνῆς, οἱ δὲ ὑπερτέλιοι προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῖς Πολυδ. Δ΄, 81.
Middle Liddell
doric ποτι-φθ
Dep.:
1. to call to, address, accost, salute, τινα Eur.
2. to call by a name, call so and so, Pind.