ὄμπνιος

From LSJ
Revision as of 06:39, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄμπνιος Medium diacritics: ὄμπνιος Low diacritics: όμπνιος Capitals: ΟΜΠΝΙΟΣ
Transliteration A: ómpnios Transliteration B: ompnios Transliteration C: ompnios Beta Code: o)/mpnios

English (LSJ)

in codd. freq. ὄμπνειος, ὄμπνεια, ὄμπνειον,
A of or relating to corn, καρπός Moschio Trag.6.10, Eratosth. 16.17; στάχυς A.R.4.989, Lyc.621; ἔργον husbandry, Call. Fr.183; ὄμπνια.. Δήμητρος.. δῶρα Orph.Fr.280; nourishing, Philet. ap.Sch.A.R.4.989: hence,
2 epithet of Demeter, Ὄμπνια, Ὄ. θεσμοφόρος Call.Aet.Oxy.2079.10; Ὄ. Δηώ Nonn. D. 11.213, cf. Hsch. s.v. ὄμπνιος λειμών, prob. in IG22.1352 (ii A.D.): then in late Poets, Καίσαρος ὄμπνια μήτηρ ib.14.1389i56, cf. BCH11.161 (Lagina).
II well-fed, flourishing: hence, large, ὄμπνιον νέφος = a huge cloud, S.Fr.246; κτῆσις Lyc.1264. [Ὄμπνια proparox., Hdn.Gr.2.451: formed like πότνια.]

German (Pape)

[Seite 342] zur Nahrung aus Feldfrüchten gehörig, diese betreffend; καρπὸς Δημήτερος, Eratosth. Cyren. (in der Anth.) 2, 16; καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός, Getreidefrucht, Moschio bei Stob. ecl. phys. p. 242; ὄμπνιον λειμῶνα wird in VLL. σῖτον καὶ τοὺς Δημητριακοὺς καρπούς erklärt; Ap. Rh. 4, 989 στάχυν ὄμπνιον ἀμήσασθαι, wo der Schol. φερέσβιος erklärt u. bemerkt, daß Philetas dies Wort durch εὔχυλον u. τρόφιμον erklärt habe, wie Suid. ὄμπνιον ὕδωρ durch τρόφιμον wiedergiebt; Callim. tr. 183 nannte die Arbeit des Landmanns ὄμπνιον ἔργον; gew. Nahrung gebend, nährend, μήτηρ, alma mater, Herod. Attic. (App. 51, 56). – Übh. wohlgenährt, reich, groß, νέφος, Soph. frg. 233, in VLL. ηὐξημένον erkl. Bei den Cyrenäern soll ein reicher und glücklicher Mensch so geheißen haben, Schol. Ap. Rh. 4, 989; κτῆσιν ἄλλην ὀμπνίαν κειμηλίων, Lycophr. 1264. – Ὀμπνία ist Beiname der Demeter, alma Ceres, als der Geberinn des ersten u. allgemeinsten menschlichen Nahrungsmittels, des Getreides, nach Drac. p. 20, 21, wie πότνια, mit kurzem α, u. Ὄμπνια zu schreiben, vgl. Spitzner vers. her. p. 30.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. qui concerne les fruits de la terre;
II. p. suite 1 nourricier, nourrissant, fécondant ; ἡ Ὄμπνια, la déesse nourricière (Déméter);
2 riche, abondant, fertile.
Étymologie: ὄμπνη.

Russian (Dvoretsky)

ὄμπνιος:
1 питающий, питательный (καρπός Anth.);
2 упитанный, т. е. крупный, огромный (νέφος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄμπνιος: ἐν Ἀντιγράφοις συχνάκις ὄμπνειος, -α, -ον, (ὄμπνη) ἐκ σίτου, ἢ ἀνήκων εἰς σῖτον, ἔχων σχέσιν πρὸς σῖτον, ὄμπ. καρπὸς Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 242· στάχυς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 989, Λυκόφρ. 621· σπόρος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4, ἴδε 37· ὄμπ. ἔργον, γεωργία, Καλλ. Ἀποσπ. 183· θρεπτικός, Φιλητ. 49· ἐντεῦθεν, 2) ὡς ἐπίθ. τῆς Δήμητρος, Ὄμπνια, Λατ. alina Ceres, ἡ ἀφθόνως χορηγοῦσα, Ἡσύχ.· ἀκολούθως παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὄμπνεια Ρώμη, πλουσία, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. τῆς Ἁγ. Σοφ. 145· Καίσαρος ὄμπνια μήτηρ Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 56. - Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει ὀμπνιόχειρ, «πλουσιόχειρ, πλούσιος»
ΙΙ. ὁ καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, μέγας, ὄμπνιον νέφος, μέγα, ὑπέρογκον, Σοφ. Ἀποσπ. 233· ὄμπνιαι τευθιάδες Φιλόξενος 2. 13 Bgk· κτῆσις Λυκόφρων 1264.
[Ὄμπνια εἶναι ἓν ἐκ τῶν ὀλιγίστων τρισυλλάβων θηλυκῶν εἰς ια. τοῦ αὐτοῦ τύπου ὡς πότνια, ὅθεν καὶ ὁ τονισμὸς γίνεται ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης, Spitzn. Vers. Her. 30, Δράκων 20. 21.] - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 123-4.

Greek Monotonic

ὄμπνιος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από ή σχετίζεται με τα δημητριακά· απ' όπου, μεγαλόδωρος, πλούσιος, ὄμπνιᾰ, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὄμπνιος, η, ον [from ὄμπνη
of or relating to corn: hence bountiful, wealthy, ὄμπνιᾰ Anth.