μεταδρομή

From LSJ
Revision as of 11:49, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρομή Medium diacritics: μεταδρομή Low diacritics: μεταδρομή Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΗ
Transliteration A: metadromḗ Transliteration B: metadromē Transliteration C: metadromi Beta Code: metadromh/

English (LSJ)

ἡ,
A pursuit, chase, especially of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.); μ. Ἐρινύων E.IT941 (pl.).
2 running to and fro, of hunted hares, Plu.2.971d (pl.).

German (Pape)

[Seite 146] ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
poursuite, chasse.
Étymologie: μεταδραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

μεταδρομή:преследование, погоня Xen.: μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα Eur. за мной неотступно гнались Эринии.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδρομή: ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941.

Greek Monolingual

μεταδρομή, ἡ (Α)
1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῖς Ἐρινύων», Ευρ.)
2. αλλαγή πορείας
3. τρέξιμο πάνω κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρομή (πρβλ. -δραμ-ον, αόρ. β' του τρέχω), πρβλ. διαδρομή, επιδρομή].

Greek Monotonic

μεταδρομή: ἡ, κυνήγι, καταδίωξη, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

μετα-δρομή, ἡ,
a running after, pursuit, Eur., Xen.

English (Woodhouse)

pursuit

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)