συμφράσσω
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
Att. συμφράττω, fut. συμφράξω:—
A press closely together or pack closely together, τὰς ναῦς X.HG1.1.7; τὰς σαρίσας Plb.2.69.9.
2 abs., of troops, close their ranks, form in close order, Id.4.64.7, 10.14.12, Plu.Ages. 18:—Med., D.C.62.12.
3 Med., conspire, Agath.4.28.
II fence all round, λιθοειδεῖ περιβόλῳ Pl.Ti.74a, cf. e; make airtight, (πίλους) Hdt.4.73.
2 block up, close, τὰ παράδρομα X.Cyn.6.9; τοὺς πόρους Thphr. Fragmenta 10.6:—Pass., of passages in the body, Hp.Aër.9, Mul.1.40; ἔλυσε τὰ συμπεφραγμένα the obstructed pores, Pl.Phdr. 251e, cf. Thphr. CP 6.11.7.
III Act. intr. in signf. ΙΙ, ἡ ἀναπνοὴ συμφράττει Arist.Pr.964a31.
German (Pape)
[Seite 992] att. -ττω, dicht zusammendrängen, Her. 4, 73; zusammenpferchen, einschließen, λιθοειδεῖπ εριβόλῳ ξυνέφραξεν, Plat. Tim. 74 a; ἔλυσε τὰ τότε συμπεφραγμένα, Phaedr. 251 e; τὰς ναῦς, Xen. Hell. 1, 1, 7; dicht neben einander stellen, 6, 9; Sp.: τῷ θώρακι συμπεφραγμένον, gepanzert, Apolld. 2, 5, 12; τὰς σαρίσσας, Pol. 2, 69, 9; τοῖς ὅπλοις, auch absolut, ein Schilddach machen, vgl. 28, 12, 3, oft.
French (Bailly abrégé)
1 tr. presser fortement, serrer l'un contre l'autre;
2 intr. se resserrer.
Étymologie: σύν, φράσσω.
Russian (Dvoretsky)
συμφράσσω: атт. συμφράττω
1 прикладывать или ставить вплотную друг к другу (πίλους εἰρινέους Her.); сдвигать, смыкать (τὰς ναῦς Thuc.; τὰς σαρίσας Polyb.): συμφράξαντες Plut. сомкнув ряды;
2 отовсюду загораживать, заграждать, преграждать, запирать (τὰ παράδρομα Xen., τὰ περὶ τὰς κλεῖδας συμπεφραγμένα Arst.): σ. τὸν λιμένα τῷ στόλῳ Plut. блокировать порт флотом; τὰ συμπεφραγμένα Plat. закрытые проходы.
Greek (Liddell-Scott)
συμφράσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω· ― φράσσω πανταχόθεν, συμπυκνώνω, Ἡρόδ. 4. 73· τὰς ναῦς Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 1, 7· τὰς σαρίσας Πολύβ. 2. 69, 9. 2) ἀπολ., ἐπὶ στρατευμάτων, συμπυκνώνω τὰς τάξεις, σχηματίζω πυκνὴν παράταξιν ἢ φάλαγγα, ὁ αὐτ. 4. 64, 7, 10. 14, 12, Πλούτ. Ἀγησ. 18· οὕτως ἐν τῷ μεσ. τύπῳ, Δίων Κ. 62. 12, Νικήτ. 3) ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, συνωμοτῶ, Ἐκκλ. ΙΙ. περικλείω, περιείργω πανταχόθεν, ὁλόγυρα, λιθοειδεῖ περιβόλῳ Πλάτ. Τίμ. 74Α, πρβλ. Ε. 2) ἀποκλείω, κλείω, συγκλείω, τὰ παράδρομα Ξεν. Κυν. 6. 9. ― Παθητ., ἐπὶ τοῦ τραχήλου τῆς οὐροδόχου κύστεως, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 286· ἔλυσε τὰ συμπεφραγμένα, τοὺς ἐμπεφραγμένους πόρους, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Ε, πρβλ. Θεφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 7· ἡ ἀναπνοὴ συμφράττεται (οἱ κώδικες συμφράττει) Ἀριστ. Προβλ. 34. 9.
Greek Monolingual
ΜΑ
μέσ. συμφράσσομαι
συνωμοτώ («συμφραξάμενοι ἅπαντες καθαιροῦσί γε αὐτὸν τῆς ἀρχῆς καὶ εἰς τὸ τῆς Λήθης ἐμβάλλουσι φρούριον», Αγαθ.)
αρχ.
1. (ιδίως σχετικά με στράτευμα) συμπυκνώνω, πυκνώνω τη διάταξη
2. φράζω ολόγυρα, περικλείω («λιθοειδεῖ περιβόλῳ ξυνέφραξεν», Πλάτ.)
3. αποκλείω, κλείνω («συμφράττων καὶ πυκνῶν τοὺς πόρους», Θεόφρ.)
4. (αμτβ.) φράζω («ἡ αναπνοὴ συμφράττει», Αριστοτ.)
5. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συμπεφραγμένα
οι εμφραγμένοι πόροι (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φράσσω «κλείνω, περικλείω»].
Greek Monotonic
συμφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. 1. συμπιέζω μαζί από παντού, στριμώχνω, συμπτύσσω, συμπυκνώνω, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. απόλ., λέγεται για στρατεύματα, πυκνώνω τις γραμμές, σχηματίζω πυκνή παράταξη, σε Ξεν.
II. περικλείω, συγκλείω, κλείνω ερμητικά, περιφράσσω, στον ίδ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
I. to press or pack closely together, Hdt., Xen.
2. absol. of troops, to close their ranks, form in close order, Xen.
II. to block up, close, Xen.