ἐμπαίζω
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
A fut. ἐμπαίξομαι LXX Hb.1.10: pf. ἐμπέπαιχα ib.Nu.22.29:—mock at, mock, τινί Hdt.4.134; τινά PCair.Preis.3.10 (iv A.D.): abs., S.Ant.799:—Pass., ψυχὴ ὑπό.. σωμάτων καὶ πραγμάτων ἐμπαιζομένη Ph.1.568, cf. Luc.Trag.333.
2 euphemism in mal. part., LXX Jd. 19.25.
3 Pass., ἐμπαίζομαι = to be deluded, Ev.Matt.2.16, AP10.56.2 (Pall.), Vett.Val.16.14; to be defrauded, of the revenues, Cod.Just.1.34.2.
II sport in or sport on, ὡς νεβρὸς χλοεραῖς ἐ. λείμακος ἡδοναῖς E.Ba. 866 (lyr.); τοῖς χοροῖσιν ἐ. to sport in the dance, Ar.Th.975; τῷ γυμνασίῳ Luc.Lex.5.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): cret. o lacon. ἐμπαίττομαι Hsch.
I intr.
1 jugar, juguetear, retozar c. dat. de lugar ὡς νεβρὸς χλοεραῖς ἐμπαίζουσα λείμακος ἡδοναῖς E.Ba.866, τῷ γυμνασίῳ Luc.Lex.5
•jugar, divertirse ἄμαχος γὰρ ἐμπαίζει θεὸς Ἀφροδίτα invencible juega la diosa Afrodita (con los humanos), S.Ant.799, c. dat. instrum. εἰ ἐγὼ τοῖς ἐμοῖς ἐμπαίζω λιθαρίοις Philostr.VS 559
•en v. med. mismo sent. πολλοῖς παιδαρίοις ἐμπαίζομαι AP 14.62
•c. dat. de la mujer mantener relaciones sexuales, acostarse con ἐνέπαιξαν αὐτῇ ὅλην τὴν νύκτα ἕως τὸ πρωί LXX Id.19.25, γυναικί Suppl.Mag.76.5, cf. Aesop.299
•jugar, hacer el tonto ἔδει σε ἐν τῷ τραχήλῳ ἐμπαίζειν, καὶ μὴ ἐν τῷ ἐμῷ = deberías jugar arriesgando tu cuello y no el mío, PTeb.758.1 (II a.C.).
2 burlarse, mofarse de c. dat. de pers. ἡμῖν Hdt.4.134, LXX Ge.39.14, μοι Hierocl.Facet.241, τί ἐμπαίζεις αὐτῷ; Arr.Epict.1.4.10, cf. Eu.Luc.14.29, ἐμπαίξας Ἐφεσίων τοῖς πιστοῖς διάβολε A.Io.30.11
•tb. c. dat. de cosas burlarse, despreciar ψυχὴ ἐν πλησμονῇ οὖσα κηρίοις ἐμπαίζει el alma cuando vive en el hartazgo, desprecia los panales LXX Pr.27.7, ἐπιθυμιῶν ... ἀμετρίαις Ph.1.439, c. rég. prep. ἐς ἐκείνους AP 5.40 (Nicarch.), cf. Iust.Nou.123.44.
II tr.
1 c. ac. de pers. reirse de, burlarse de ἐνέπεξέν (sic) με PCair.Preis.3.10 (IV d.C.)
•burlar, engañar en v. pas. Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων Eu.Matt.2.16, τοῖς ἐμπαιζομένοις ἀνδράσι ταῦτα λέγω AP 10.56 (Pall.), cf. Vett.Val.15.25, ἄλλος ἐπαοιδαῖς ... ἐμπαίζεται Luc.Trag.172, cf. Trag.333, fig. del alma ὑπό ... σωμάτων ὁμοῦ καὶ πραγμάτων ἐμπαιζομένη Ph.1.568.
2 econ., de rentas o impuestos defraudar τὴν ἐξ αὐτῶν μειοῦσθαι πρόσοδον ἢ ἐμπαίζεσθαι Cod.Iust.1.34.2.
German (Pape)
[Seite 809] (s. παίζω), 1) in, auf Etwas spielen, springen; νεβρὸς χλοεραῖς ἐμπαίζουσα λείμακος ἡδοναῖς Eur. Bacch. 867; τῷ γυμνασίῳ, im Gymnasium, Luc. Leziph. 5; absol., Soph. ἄμαχος γὰρ ἐμπαίζει Ἀφροδίτη, Ant. 794, wo der Schol. ἥδεται erklärt; χοροῖς, im Reigen mittanzen, Ar. Thesm. 975. – 2) verspotten, zum Besten haben, illudere; τινί, Her. 4, 134; N.T. u. LXX. Aber Luc. vrbdt ἐμπαιζόμενος καὶ σκωπτόμενος Tragod. 331, wie auch im N.T. ἐνεπαίχθη ὑπό τινος .
French (Bailly abrégé)
1 jouer ou s'ébattre dans, τινι;
2 se jouer de, se moquer de, τινι.
Étymologie: ἐν, παίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπαίζω:
1 играть, резвиться (χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς Eur.; τῷ γυμνασίῳ Luc.);
2 танцевать, плясать (πᾶσι τοῖς χοροῖσιν Arph.);
3 издеваться, глумиться (τινί Her.): ἐμπαιζόμενος καὶ σκωπτόμενος Luc. жертва глумления и насмешек.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαίζω: μέλλ.: -ξομαι, περιπαίζω, περιγελῶ, Λατ. illudere, τινὶ Ἡρόδ. 4. 134· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 799. - Παθ., Ἀνθ. Π. 10. 56, Λουκ. Τραγῳδοπ. 333. ΙΙ. παίζω ἐν ἢ ἐπί, ὡς νεβρὸς χλοεραῖς ἐμπαίζουσα λείμακος ἡδοναῖς Εὐρ. Βάκχ. 867· ἣ πᾶσι τοῖς χοροῖσιν ἐμπαίζει, παίζει, διασκεδάζει ἐν πᾶσι τοῖς χοροῖς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 975· τῷ γυμνασίῳ Λουκ. Λεξιφ. 5. 2) = συγγίγνομαι γυναικί, καὶ ἐνέπαιζον αὐτῇ ὅλην τὴν νύκτα ἕως τὸ πρωῒ Ἑβδ. (Κριτ. ΙΘ΄, 26).
English (Strong)
from ἐν and παίζω; to jeer at, i.e. deride: mock.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3); imperfect ἐνέπαιζον; future ἐμπαιξω (ἐμπαιξοῦμαι and ἐμπαίξομαι); 1st aorist ἐνεπαιξα (for the older ἐνεπαισα); passive, 1st aorist ἐνεπαίχθην (ἐνεπαίσθην); 1future ἐμπαιχθήσομαι; (cf. Lob. ad Phryn., p. 240f; Krüger, § 40 under the word παίζω; (Veitch, ibid.); Buttmann, 64 f (56f)); to play in, τίνι, Euripides, Bacch. 867. to play with, trifle with (Latin illudere) i. e.
a. to mock: absolutely, τίνι (Herodotus 4,134), to delude, deceive, (Sophocles Ant. 799); in passive Jeremiah 10:15).
Greek Monolingual
(AM ἐμπαίζω)
1. περιπαίζω, περιγελώ
2. απατώ, ξεγελώ («τον εμπαίζει με υποσχέσεις»)
αρχ.
1. παίζω, διασκεδάζω
2. κάνω ερωτικά παιχνίδια με γυναίκα.
Greek Monotonic
ἐμπαίζω: μέλ. -ξομαι (ἐν)·
I. περιπαίζω, περιγελώ, Λατ. illudere, τινί, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Σοφ.
II. παίζω μέσα ή σε ένα μέρος, με δοτ., σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ξομαι [ἐν]
I. to mock at, mock, Lat. illudere, τινί Hdt.: absol., Soph.
II. to sport in or on a place, c. dat., Eur.
Chinese
原文音譯:™mpa⋯zw 恩-派索
詞類次數:動詞(13)
原文字根:在內-打擊 相當於: (עָלַל) (שָׂחַק)
字義溯源:愚弄,戲弄,取笑,迷惑;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(παίζω)=玩弄)組成;而 (παίζω)出自(παῖς)*=孩童)。前三福音書都記載那些長老祭司長及官兵,在主耶穌釘十字架時,如何的戲弄他
出現次數:總共(13);太(5);可(3);路(5)
譯字彙編:
1) 戲弄(4) 太20:19; 太27:29; 路22:63; 路23:36;
2) 戲弄著(2) 太27:41; 可15:31;
3) 戲弄他(1) 路23:11;
4) 他們⋯戲弄(1) 可10:34;
5) 被他們戲弄(1) 路18:32;
6) 他們戲弄了(1) 可15:20;
7) 他們戲弄過了(1) 太27:31;
8) 愚弄(1) 太2:16;
9) 取笑(1) 路14:29