ἐκκηρύσσω

From LSJ
Revision as of 07:49, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκηρύσσω Medium diacritics: ἐκκηρύσσω Low diacritics: εκκηρύσσω Capitals: ΕΚΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: ekkērýssō Transliteration B: ekkēryssō Transliteration C: ekkirysso Beta Code: e)kkhru/ssw

English (LSJ)

Att. ἐκκηρύττω,
A proclaim by voice of herald:—Pass., νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι S.Ant.27, cf. 203.
II banish by proclamation, Hdt.3.148, Plb.4.21.8, D.S.14.97; τῆς πόλεως, ἐκ τῆς πόλεως, Aeschin.3.258, Lys.12.3:—Pass., ἐκ τοῦ γένους ἐκκεκηρῦχθχι Pl.Lg.929b; ἐξεκηρύχθην φυγάς S.OC430.
2 cashier, 'drum out' of the army, prob. in Arist.Ath.61.2.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. ἐκκηρύττω
I 1proclamar mediante heraldo, anunciar con un pregón una prohibición, c. dat. compl. indir., en v. pas. νέκυν ἀστοῖσι ... ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι S.Ant.27, cf. 203.
2 desterrar fuera de la ciudad o el γένος, declarar públicamente proscrito de pers. Μαιάνδριον Hdt.3.148, cf. D.19.331, D.L.2.43, App.Pun.74, 79, Them.Or.6.72d, αὐτούς Plb.4.21.8, τοὺς δὲ διαφυγόντας D.S.14.97, c. adj. pred. ἄκριτον ... πολίτην Plu.CG 4, ὡς ἀθεωτάτους ἡμᾶς ἐκκηρύσσετε Tat.Orat.27.4, c. indic. del lugar de donde τοὺς τριάκοντα ... ἐκ τῶν πόλεων Lys.12.35, cf. Aeschin.3.258, Cleom.2.1.414, Plu.Tim.30, Aristid.Or.3.605, οὓς ... τῆς ἰδίας βασιλείας Caryst.9, ἄμφω τὼ ἡγεμόνε τῶν ὅρων τῆς αὑτοῦ βασιλείας Polyaen.4.2.3, cf. I.BI 2.406, en v. pas. κἀξεκηρύχθην φυγάς S.OC 430, ἄξιος ἅπασιν ἐκ τοῦ γένους ἐκκεκηρύχθαι Pl.Lg.929b, cf. Lys.25.22, ὁ Ἐκκηρυττόμενος el Proscrito tít. de una comedia de Alexis, Ath.699f
fig. desterrar, eliminar τὴν αἵρεσιν Basil.Ep.92.3, c. gen. separat. τοῦτο (ὄνομα) ... τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc.Pseudol.11, en v. pas. (ἡ ῥητορική) ἄπεισιν ἐκ τῶν πόλεων ἐκκηρυχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος Aristid.Or.2.271.
3 gener. expulsar fuera del ejército τὸν ἀτακτοῦντα Arist.Ath.61.2, fuera de una carrera τοὺς Οὐολούσκους ... πρὸ τοῦ ἀγῶνος D.C.Epit.7.16.4, fuera de la ciudad a mendigos, Aen.Tact.10.10, c. gen. πάσης γῆς καὶ θαλάττης (σέ) Cels.Phil.8.39, en v. pas. μόνος Ἀθηναίων ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ἐξεκηρύχθη Lys.3.45, τοῦτον σχολῆς τῆσδ' ἐκκεκηρύχθαι Carn.1, τῶν Ὀλυμπίων Simp.in Epict.32.223
fig. excluir c. gen. ἑαυτὸν τῶν ἄθλων τοῦ σωτῆρος Clem.Al.QDS 3.5.
4 crist. excomulgar τοὺς τοιούτους πάντας Gr.Thaum.Ep.Can.2, αὐτόν Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.17, cf. Philost.HE 2.11, ὃν ... συνόδου Χριστιανῶν Synes.Ep.4.
II simpl. proclamar ὃν ... ὁ δῆμος ἅπας ... καλαμοσφάκτην ἐξεκήρυξεν Ph.2.536, παντὸς ταπεινότερον ἑαυτὸν Gr.Nyss.M.46.832C.

German (Pape)

[Seite 762] durch den Herold laut ausrufen lassen, einen Befehl; νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Soph. Ant. 27, vgl. 203; bes. so aus der Stadt od. dem Lande verbannen; κἀξεκηρύχθην φυγάς O. C. 431; τινά, Her. 3, 148; Lys. 3, 45; ἐκ τῆς πόλεως 12, 35; πανταχόθεν ib. 97; ἐκ τοῦ γένους, ausstoßen, Plat. Legg. XI, 929 b; τῆς πόλεως Aesch. 3, 258; τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc. pseudol. 11.

French (Bailly abrégé)

1 faire annoncer par la voix du héraut : κἀξεκηρύχθην φυγάς SOPH et je fus, par la voix du héraut, proclamé banni;
2 faire proclamer par un héraut le bannissement : τινα de qqn.
Étymologie: ἐκ, κηρύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκηρύσσω: атт. ἐκκηρύττω
1 объявлять через глашатая: τὸν Πολυνείκους νέκυς φασὶν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Soph. говорят, что через глашатая запрещено предать тело Полиника погребению;
2 преимущ. объявлять через глашатая об изгнании, приговаривать к изгнанию (τινά Her., Polyb., Diod., Plut.; ἐκ τῆς πόλεως Lys. и τῆς πόλεως Aeschin.; τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc.; εἰς ἔτη δέκα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκηρύσσω: Ἀττ. ἐκκηρύττω: μέλλ. -ξω: ― προκηρύσσω διὰ κήρυκος, παθ., νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Σοφ. Ἀντ. 27, πρβλ. 203. ΙΙ. ἐξορίζω διὰ προκηρύξεως, Ἡρόδ. 3. 148· τῆς πόλεως, ἐκ τῆς πόλεως Αἰσχίν. 19. 26, Λυσ. 123. 23· ἐκ τοῦ γένους Πλάτ. Νόμ. 929Β. ― Παθ., ἐξεκηρύχθην φυγὰς Σοφ. Ο. Κ. 430. 2) ἀποκλείω τῆς κοινωνίας, ἀφορίζω, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

(AM ἐκκηρύσσω, Α αττ. τ. ἐκκηρύττω)
1. κηρύσσω δημόσια, διαλαλώ, γνωστοποιώ
2. εκκλ. αφορίζω
αρχ.
1. εξορίζω, διώχνω
2. κατηγορώ με κήρυκα.

Greek Monotonic

ἐκκηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. προκηρύσσω μέσω της φωνής κήρυκα, σε Σοφ.
II. θέτω κάποιον εξόριστο με προκήρυξη, σε Ηρόδ. — Παθ., ἐξεκηρύχθην φυγάς, σε Σοφ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
I. to proclaim by voice of herald, Soph.
II. to banish by proclamation, Hdt.:—Pass., ἐξεκηρύχθην φυγάς Soph.