ἐπάντης
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἐπάντες, rare form for ἀνάντης, steep, Th.7.79.
German (Pape)
[Seite 903] ες, bergan, steil in die Höhe, λόφος Thuc. 7, 79.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui va en montant.
Étymologie: ἐπί, ἄντα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάντης: круто поднимающийся, крутой (λόφος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάντης: -ες, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνάντης, ἀνηφορικός, «ὑψηλὸς» (Σουΐδ.), Θουκ. 7. 79.
Greek Monolingual
ἐπάντης, -ες (AM)
σπάν. τ. αντί ανάντης
ανηφορικός, υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άντης (< άντα «αντίκρυ, απέναντι») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ανάντης)].
Greek Monotonic
ἐπάντης: -ες (ἄντα) = ἀνάντης, ανηφορικός, σε Θουκ.
Frisk Etymological English
-ες
Grammatical information: adj.
Meaning: steep (Th. 7, 79).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Like ἀν-, κατ-άντης a. o. from a noun ἀντ- in ἄντα, ἀντί (s. vv.) front with adjectivial σ-stem inflection; so prop. with the front-side shown .
Middle Liddell
ἐπ-άντης, ες ἄντα = ἀνάντης,]
steep, Thuc.
Frisk Etymology German
ἐπάντης: -ες
{epántēs}
Meaning: schroff, steil (Th. 7, 79).
Etymology: Wie ἀν-, κατάντης u. a. von einem Nomen ἀντ- in ἄντα, ἀντί (s. dd.) Vorderseite, Stirn mit adjektivischer σ-Stammflexion; somit eig. mit der Vorderseite zugewandt .
Page 1,532