οἰωνίζομαι
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
impf. (without augm.) X.HG1.4.12, 5.4.17: A fut. -ιοῦμαι LXX Le.19.26: aor. opt. οἰωνίσαιτο D.25.80; part. -άμενος Arist.Pol.1304a1:—take omens from the flight and cries of birds, οὐδὲν ἄλλο ἔτι -όμενοι X.Cyr.1.6.1, cf. Plu.Rom.9.
II generally, divine from omens, c. acc. et inf., X.HGll. cc., LXX Ge.44.5.
2 c. acc., regard as an omen, οἰ. τι σύμπτωμα Arist.l.c., cf. Epin.2.3, Nic. Dam.66.13J., D.S.8.32, 17.49, Plu.2.825b; ὃν οἰωνίσαιτ' ἄν τις μᾶλλον ἰδὼν ἢ προσειπεῖν βούλοιτο whom one would rather shun as an ill omen if one saw him, than speak to, D.l.c., cf. Thphr. HP 8.6.2, Str.13.1.42.
French (Bailly abrégé)
impf sans augm. οἰωνιζόμην, f. οἰωνιοῦμαι, ao. οἰωνισάμην, pf. inus.
I. intr. observer le vol ou le cri des oiseaux pour en tirer des augures;
II. tr. 1 prendre des auspices, acc.;
2 regarder comme un présage, acc..
Étymologie: οἰωνός.
German (Pape)
den Flug und die Stimmen der Vögel beobachten, um daraus Vorbedeutungen zu entnehmen und zu wahrsagen; ἀστραπῶν καὶ βροντῶν φανεισῶν οὐδὲν ἔτι ἄλλον οἰωνιζόμενοι ἐπορεύοντο, Xen. Cyr. 1.6.1. – Als eine Vorbedeutung ansehen, ahnen, ὅ τινες οἰωνίζοντο ἀνεπιτήδειον εἶναι καὶ αὐτῷ καὶ τῇ πόλει, Xen. Hell. 1.4.12; ἄνεμος, ὃν οἰωνίζονταί τινες σημαίνειν, 5.4; Arist. und Sp. – Dem. 25.80 ὃν οἰωνίσαιτ' ἄν τις μᾶλλον ἰδὼν ἢ προσειπεῖν βούλοιτο, den man lieber als einen Anblick von böser Vorbedeutung vermeiden, als ihn anreden möchte.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνίζομαι: (impf. οἰωνιζόμην, fut. οἰωνιοῦμαι, aor. οἰωνισάμην)
1 гадать по полету и крику птиц, заниматься птицегаданием Plut.: οὐδὲν ἔτι ἄλλον οἰωνιζόμενοι ἐπορεύοντο Xen. они отправились в путь, ни к каким больше гаданиям не прибегая;
2 считать знамением, принимать за предзнаменование (τι Arst.; τι ὡς οὐ χρηστόν Plut.): οἰ. τι ἀνεπιτήδειον εἶναί τινι Xen. считать что-л. неблагоприятным предзнаменованием для кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνίζομαι: παρατ. (ἄνευ αὐξήσεως) οἰωνίζοντο Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12., 5. 4, 17: μέλλ. -ιοῦμαι, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΘ΄, 26): ἀόρ. εὐκτ. οἰωνίσαιτο Δημ. 794.5: μετοχ. -άμενος Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 5· πρβλ. μετοιωνίζομαι· Ἀποθ. Λαμβάνω οἰωνοὺς ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, Λατ. augurium capere, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 1, Πλουτ. Ρωμ. 9. ΙΙ. καθόλου, μαντεύομαι ἐξ οἰωνῶν, προμαντεύω, προλέγω, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ὅ τινες οἰωνίζοντο ἀνεπιτήδειον εἶναι καὶ αὐτῷ καὶ τῇ πόλει Ξεν. Ἑλλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οἰων. τι σύμπτωμα Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἐπίνικον ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 3, Πλούτ. 2. 825Α. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, ὃν οἰωνίζετ’ ἄν τις μᾶλλον ἰδὼν ἢ προσειπεῖν βούλοιτο, ὃν θὰ ἀπέφευγέ τις μᾶλλον ὡς κακὸν οἰωνόν (omen obscoenum), ἐὰν ἤθελε τὸν ἴδῃ, παρὰ νὰ τῷ ὁμιλήσῃ, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 6, 2.
Greek Monolingual
(Α οἰωνίζομαι) οιωνός
1. προλέγω τα μελλούμενα ακούοντας τις κραυγές και παρακολουθώντας τον τρόπο πτήσης τών πτηνών
2. προβλέπω το μέλλον με τη βοήθεια οιωνών, προφητεύω
3. θεωρώ κάτι ως οιωνό, ιδίως κακό («τοῦ κρατῆρος αὐτομάτως ἐπὶ ταῖς σπονδαῖς μέσον ῥαγέντος, οἰωνισάμενος καὶ καταλιπὼν τὴν νύμφην», Πλούτ.).
Greek Monotonic
οἰωνίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι· γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ οἰωνίσαιτο·
I. αποθ., λαμβάνω προμηνύματα, οιωνούς, από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, Λατ. augurium capere, σε Ξεν.
II. προλέγω το μέλλον μέσω οιωνών, μαντεύω, με αιτ. και απαρ., σε Ξεν.
Middle Liddell
οἰωνίζομαι,
Dep.
I. to take omens from the flight and cries of birds, Lat. augurium, capere, Xen.
II. generally, to divine from omens, augur, c. acc. et inf., Xen.