συνεκβάλλω
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
A cast out along with, τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Hdt.3.108; τὸ πνεῦμα μετὰ τῶν φθόγγων Arist.Aud.804b9; of the effects of sneezing, Gal.2.883, Aët.6.97.
2 assist in casting out or expelling, X.HG3.2.13, 6.5.33; Περίανδρον τοῖς ἐπιθεμένοις Periander with the help of the other assailants, Arist.Pol.1304a32.
II intr. of a river, discharge itself together, Ael.NA14.23.
German (Pape)
[Seite 1012] (s. βάλλω), mit od. zugleich herauswerfen, vertreiben; Xen. Hell. 3, 2, 13. 6, 5, 33 u. Folgde; τινί τινα, Pol. 3, 49, 10.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 chasser ou repousser ensemble : τινά τινι une personne avec une autre;
2 aider à repousser, à chasser;
II. intr. se jeter ensemble dans en parl. de fleuves.
Étymologie: σύν, ἐκβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκβάλλω, Att. ook ξυνεκβάλλω samen (met...) of tegelijk (met...) eruit gooien, met acc. en dat.. τίκτουσα... συνεκβάλλει τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας als zij (de leeuwin) baart, dan perst zij tegelijk met het werpen van haar jong haar baarmoeder naar buiten Hdt. 3.108.4. samen (met...) of tegelijk (met...) verdrijven of verbannen; met acc. en dat..; Νικοκλέα... Ἀράτῳ συνεξέβαλον zij verbanden Nicocles met de hulp van Aratus Plut. Phil. 1.4; met acc. en ἅμα + dat. en ἐκ + gen. tegelijk met... uit...: τὸ μὲν ὀφείλειν καὶ δανείζειν ἅμα τῷ νομίσματι συνεξέβαλε ἐκ τῆς πόλεως hij verbande het hebben van schulden en het sluiten van leningen tegelijk met het gemunte geld uit de stad Plut. Agis et Cl. 10.4.
Russian (Dvoretsky)
συνεκβάλλω:
1 выбрасывать вместе, одновременно извергать (τί τινι Her., Plut. и τι μετά τινος Arst.);
2 изгонять вместе (τινά τισι Arst.);
3 помогать изгнать (τοὺς τυράννους Ἀθήνηθεν Xen.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐκβάλλω
αποβάλλω κάτι συγχρόνως
νεοελλ.-αρχ.
(αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)
αρχ.
εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῖν Ἀθήνηθεν», Ξεν.).
Greek Monotonic
συνεκβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
1. βγάζω έξω, εκβάλλω, πετώ έξω, εκδιώκω μαζί με κάποιον, τί τινι, σε Ηρόδ.
2. συμπράττω στην εξαγωγή ή την έξωση, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκβάλλω: ἐκβάλλω ὁμοῦ μετά τινος, τίκτουσα γὰρ (ἡ λέαινα) συνεκβάλλει τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Ἡρόδ. 3. 108· Περίανδρον συνεκβαλὼν τοῖς ἐπιθεμένοις ὁ δῆμος, ἐκβαλὼν τὸν Περίανδρον ὁ δῆμος μετὰ τῶν ἄλλων τῶν ἐπιτεθέντων, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 9· δασεῖαί εἰσι τῶν φωνῶν ὅσαις ἔσωθεν τὸ πνεῦμα εὐθέως συνεκβάλλομεν μετὰ τῶν φθόγγων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 70. 2) συνεργῶ εἰς ἐκβολὴν ἢ ἔξωσιν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13., 6. 5, 33, Ἀριστ. Πολιτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐκρέω, χύνομαι ὁμοῦ μετά τινος, Αἰλ. π. Ζ. 14, 23.
Middle Liddell
fut. -βᾰλῶ
1. to cast out along with, τί τινι Hdt.
2. to assist in casting out or expelling, Xen.