χείρ

From LSJ
Revision as of 19:35, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χείρ Medium diacritics: χείρ Low diacritics: χείρ Capitals: ΧΕΙΡ
Transliteration A: cheír Transliteration B: cheir Transliteration C: cheir Beta Code: xei/r

English (LSJ)

, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penult. being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί (χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811

   A b.10 (Aphrodisias), 2942c (Tralles): but Poets used the penult. long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses only χερί; χέρα h.Pan.40); gen. dual χειροῖν S.El.206 (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι (ν) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.); χείρεσσι Il.12.382, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc.756; χέρεσσι (ν) Hes.Th.519, 747, B.17.49; χερέεσσιν AJA36.460 (Galatia):—Dor. nom. χέρς Timocr.9; χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen. χηρός Alcm.32, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, Aeol. χέρρας Alc.Supp.4.21, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277,748:— the hand, whether closed, παχεῖα Il.3.376; βαρεῖα 11.235, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.; εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι X.Cyr.1.3.9: freq. in pl. where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl., ἄμφω χεῖρας 8.135; χεῖρε ἀμφοτέρας Il.21.115.    2 hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347), πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Il.21.166; κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθε 11.252; χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.Th.150; χ. εἰς ὤμους γυμναί Longus 1.4; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm, ἄκρην οὔτασε χεῖρα 5.336; περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι X.Cyr.8.8.17, cf. Pl. Prt.352a.    3 of the hand or paw of animals, ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει X.Mem.1.4.14; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr.369; of the bear, Plu.2.919a.    II Special usages:    1 to denote position, ποτέρας τῆς χερός; on which hand? E.Cyc.681; ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pi.P.6.19; ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277; χειρὸς εἰς τὰ δεξιά S.Fr.598; λαιᾶς χειρός A.Pr.714 (but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).    2 freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501; χερσὶν ἀσπάζεσθαι Od.3.35; προκαλίζεσθαι 18.20; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT1510, 1466: sts. this dat. is added pleon. by way of emphasis, ὄνυξι συλλαβὼν χερί Id.Aj.310.    3 gen., by the hand, χειρὸς ἔχειν τινά Il.4.154; χειρὸς ἑλών 1.323, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319; χερὶ χειρὸς ἑλών Pi.P.9.122; τινὰ χειρός ἑλκειν Id.N.11.32; ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ar.V.569 (anap.).    4 the acc. is used when one takes the hand of a person, χεῖρα γέροντος ἑλών Il. 24.361; χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od.1.121; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; so ἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι S.Tr.1181; also ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Id.Ph.813, cf. OC1632.    5 other uses of the acc.:    a in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.; ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310; ἀμφὶ . . Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς 7.142; ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆϊ 23.207; ἀμφί τινι χεῖρε β. 21.223; περίβαλε δὲ χέρας Ar.Th.914, cf. A.Ag.1559 (anap.); χεῖρας προΐσχεσθαι Th.3.58, 66; so also χεῖρας ἀείρων Od.11.423, cf. Il.7.130 (tm.); χ. ἀνατείνειν (v. ἀνατείνω 1.1).    b τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec.264; τὴν χ. αἴρειν And.3.41; ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ. X.An.5.6.33, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33; χεῖρας ὀρεγνύς Il.22.37; χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν 15.371; χεῖρας ὀ. τινί Od.12.257; πρός τινα Pi. P.4.240; ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506 (but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); also χεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Il.4.523, etc.; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Od.11.392 (but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).    c [Ἰλίου] χεῖρα ἑὴν ὑπερέσχε held the hand over    I as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433; χεῖρά θ' ὕπερθεν ἔχεις IG14.1003.10 (Rome).    d in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.; χεῖρας ἐφιέναι τινί 1.567, Od.1.254, al.; χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί Plb.3.2.8, etc.; χέρα τινὶ προσενεγκεῖν Pi.P.9.36; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.    e χεῖρας ἀπέχειν keep hands off, λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει Il.1.97 codd.; κερτομίας δέ τοι . . καὶ χεῖρας ἀφέξω . . μνηστήρων Od.20.263; ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας A.Eu.350 (lyr.); τὼ χεῖρε ἀπέχεται Pl.Smp.213d; παύειν χεῖράς τινος Il.21.294.    f χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.    6 with Preps.:    a ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with... Plb.21.6.5; αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι S.E.M.1.64; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χ. χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χ. what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χ. τῆς πύλης hard by... LXX 2 Ki.15.2.    b ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι to reckon off-hand, roughly, Ar.V.656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).    c διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp.193, S.Ant.916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib.1258 (anap.), Ar.V.597 (anap.); to have in hand, i. e. under control, Th.2.76; διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1308a27; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. (χερός), D.H.Isoc.4; τὰ ὅπλα Plu.Cor.2, etc. (also διὰ χ. by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf. διὰ χ. ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν Charito 1.12); of arms, διὰ χειρὸς εἶναι Luc.Anach.35; διὰ χ. ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c; διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι LXXJo.17.4, al., cf. Act.Ap.7.25, al.    d ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El.1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it, πρᾶγμ' ἐς χέρας λαβόντ' E.Hec.1242; ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.1.126, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El.1348, X.Cyr.8.8.22; καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος Aeschin.2.28; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simply ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Od.12.331, cf. 24.172); so εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι X.Cyr.7.4.10, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (so ἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν E.Heracl.429): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or close quarters with... A.Th.680; ἀλλήλοις Th.7.44: abs., εἰς χ. ἐλθεῖν Id.4.96; ἐς χ. ἰέναι Id.2.3, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.); συνιέναι X.Cyr.8.8.22; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν) ἀπικέσθαι Hdt.9.48; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ) ἀπόλλυσθαι Id.8.89, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol.1285a10, D.H.6.26; ἐν χειρῶν νομαῖς SIG700.29 (Lete, ii B.C.), v. l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738; εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις X.Cyr.2.1.11; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31; ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας Th. 5.72.    e ἐκ χειρός by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range, ἐκ χειρὸς βάλλειν X.An.3.3.15; ἀμύνασθαι ib.5.4.25; μάχεσθαι Id.HG7.2.14, cf. D.S.19.6; πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι Plu. tim.4; οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου LXX Jb.20.24; ἡ ἐκ χ. δίκη lynch law, D.H.4.37; ἡ ἐκ χ. βία Plb.9.4.6: metaph., ἡ ἐκ χ. θεωρία closerange reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.    f δέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει Il.1.585, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130); πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604; σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί Od.2.37; but ἐν . . χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Il.23.568; of a gift, ἐν χερσὶ τίθει 1.441, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R.432d; τὰ ὅπλ' ἐν ταῖς χ. ἔχων D.9.8, etc. (metaph., ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ' ἐχόντων Id.18.226); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in, τὸν γάμον Hdt.1.35; ἑορτήν Plu.Alex.13; τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν D.H.Th.1; ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων Pl.Tht. 172e; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21; ἡ ἐν χ. ζήτησις S.E.M.11.208, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί hand to hand, ἐν χ. ἦν ἡ μάχη Th.4.43; ἐν χ. ἀποκτεῖναι Id.3.66, cf. 4.57,96, etc.; ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις Id.5.72; ἐν χ. εἶναί τινος X.HG4.6.11; δίκη ἐν χερσί Hes.Op.192; ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι D.S.19.31; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual, τἀν χεροῖν S.Ant.1345 (lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of... LXX Jo.21.2, al.; ἐν χ. ἀγγέλου Act.Ap.7.35 (v.l.).    g ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXXNe.3.4.    h κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V.1216, cf.Av.464 (anap.), Fr.502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ) κατὰ χ. ἐδόθη Alex.261.2, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.); πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα at hand, Pherecr.146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act, κατὰ χ. γενναιότατοι D.H.7.6; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.    i μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα Od.22.10: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β, Th.1.138.    k λάβε παρὰ χεῖρα take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός the work in hand, B.13.10.    l πρὸ χειρῶν close before one, S.Ant.1279, E.Tr.1207 (s.v.l.), Rh.274; πρὸ χειρὸς εἶναι cj. in Pl.Com.69.5.    m πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα at the signs given by my hand, S.Ph.148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.    n ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete.369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75; παρέργως καὶ ὑπὸ χ. extempore, Plu.Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.    III the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β') ; θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306; ἀφνειά Pi.O.7.1, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch.141, Ag.34; κάρβανος ib.1061; γεραιά E.Hec.143 (anap.); πονηρά Id.Ion1316, etc.: to denote wealth or poverty, πλειοτέρῃ σὺν χ. Od.11.359; κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες 10.42, cf. E.Hel.1280, etc.    2 it is represented as acting of itself, χεῖρες μαιμῶσιν Il.13.77, cf. S.Aj.50; χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον A.Th.554; δήμου κρατοῦσα χ. Id.Supp.604 (dub. l.): prov., ἁ δὲ χ. τὰν χ. νίζει Epich.273; or simply, ἁ χ. τὰν χ. AP5.207 (Mel.).    3 pl., in theurgy, name for spiritual powers, αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν Procl. in Cra. p.101 P., cf. eund. in R.2.252K.    IV to denote act or deed, opp. mere words, in pl., ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77; μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg., δώρημ' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ. S.Tr.603); χερσὶν ἢ λόγῳ Id.OT883 (lyr.), cf. OC1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg., βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ A.Pr.619; μιᾷ χειρί single-handed, D.21.219; χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.3.109, cf. 2.115; χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360, cf. Pi.O.10(11).62, esp. of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.; ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν Pl.Lg.869d: generally, χεῖρες violent measures, force, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.267; ὑπόδικος χερῶν A.Eu.260 (lyr.); χερσὶ πεποιθώς Il.16.624, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.    V a number, band, body of men, esp. of soldiers, χεὶρ μεγάλη Hdt.7.157; in dat., οὐ σὺν μεγάλῃ χ. Id.5.72; πολλῇ χ. 1.174, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon., χ. μεγάλῃ πλήθεος Hdt.7.20; δεδωμάτωμαι δ' οὐδ' ἐγὼ σμικρᾷ χερί A.Supp.958; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El.629; σὺν πλήθει χερῶν S.OT123.    VI handwriting, τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι Hyp.Lyc.Fr.5, cf. IG9(1).189 (Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument, ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω PRein.28.18 (ii B.C.), cf. PCair.Zen.477 (iii B.C.), etc.    b handiwork of an artist or workman, γλαφυρὰ χ. Theoc.Epigr.8.5, etc.; αἱ Ἐφεσίου χεῖρες Herod.4.72, cf. 6.66; σοφαὶ χέρες APl.4.262; τὰς Φειδίου χ. Lib.Or. 30.22.    VII of any implement resembling a hand:    1 a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).    2 χ. σιδηρᾶ grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).    3 axle-tree, LXX 3 Ki.7.18(32).    4 in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven, χεὶρ Ἀβεσσαλώμ LXX 2 Ki.18.18; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.    5 χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.    6 catch of a trigger, Hero Aut.13.9; χ. κατάγουσα τὴν τοξῖτιν Ph.Bel. 68.4, cf. Hero Bel.78.2.    7 instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13.    VIII handful, κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων Phoen. 2.1.    IX ointment containing five ingredients, Orib.Fr.89, Alex. Trall.7.1. (Cf. Arm. jein (dzern), Alb. dore, Tocharian (A-dialect) tsar, (B-dialect) sar, all = hand.)

German (Pape)

[Seite 1343] ἡ (nicht χεῖρ, vgl. Arcad. 20, 18. 125, 11, B. A. III p. 1200), gen. χειρός, plur. χεῖρες, dat. dual. u. plur. χεροῖν, χερσίν, ion. u. poet. so durch alle Casus, χερός, χέρες u. s. w., aber nach Mein. com. III p. 56 nicht in den com., poet. auch χειροῖν u. χείρεσι u. χείρεσσιν, χέρεσσι, Hes. Th. 519. 747, äol. χέῤῥας, Theocr. 28, 9, – 1) die Hand, die Faust, auch der Arm (ἀποταμὼν ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα Her. 2, 121, 5), Hom., Hes. u. Folgde; χειρὸς ἑλών, bei der Hand fassend, Il. 1, 323 u. öfter, wie χειρὸς ἔχων, 4, 154 u. sonst; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη 24, 515, er hob ihn an der Hand hoch, wie χειρὸς ἀναστήσας Od. 14, 319; χειρί τέ μιν κατέρεξεν, streichelte ihn mit der Hand, Il. 1, 361 u. öfter; ἐν δ' ἄρα οἱ φῦ χειρί 6, 253 u. öfter (s. φύω); Pind. χερὶ χειρὸς ἑλών P. 9, 26; χειρὸς ἕλκων N. 11, 32; οὐ χερός, οὐ ποδός, οὔ τινος ἄρχων Soph. Phil. 848; δέχου δὲ χειρὸς ἐξ ἐμῆς βέλη τάδε 1271, u. öfter, wie Eur.; ἀνέλκειν τινὰ τῆς χειρός Ar. Vesp. 569; πέτρον, τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν Il. 16, 735; βαρεῖα, στιβαρά, 13, 410. 505 u. öfter; auch παχεῖα, 3, 376 u. sonst; ἐκ δ' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε, er ließ den Degen aus der Faust fallen, Od. 22, 83. – Χεῖρα ὑπερέχειν, ὑπερσχεῖν τινι, die Hand über Einen halten, um ihn zu beschützen, Il. 9, 420 u. öfter; seltener τινός, wie τίς καὶ ἐμεῖο θεῶν ὑπερέσχεθε χεῖρα 24, 374; χεῖρας ἐπιφέρειν τινί, Hand an Einen legen, im feindlichen Sinne, 1, 89 u. öfter; auch χεῖρας ἐφιέναι τινί, Od. öfter; χεῖρας ἀνασχεῖν θεοῖς, die Hände zu den Göttern flehend od. betend erheben, Hom. oft; auch χεῖρας ἀείρειν, ἀνατείνειν, ἀναφέρειν, immer als Ausdruck des Flehens, auch Od. 11, 423, wo es nicht mit Voß als Bewegung Eines, der sich vertheidigen will, zu nehmen ist, vgl. 425; bei Xen. aber ist χεῖρας ἀνατείνειν »die Hand emporheben«, als Zeichen der Genehmigung und Zustimmung, An. 5, 6,33. 7, 3,6; – χεῖρας ὀρέξαι, πετάσαι τινί, εἴς τινα, die Arme gegen Einen ausstrecken, ausbreiten, als Ausdruck des Flehens und der Liebe, Il. 4, 523. 13, 549. 15, 371; auch χεῖρα ὀρέγειν τινί = Einem die Hand reichen, sie hülfreich nach ihm ausstrecken, ihm unter die Arme greifen, Xen. Hell. 5, 2,17; χεῖρας ἀπέχειν τινός, die Hände von Etwas zurückhalten, es nicht antasten, sich nicht an ihm vergreifen, Hom. u. Folgde; auch χεῖρας παύειν τινός, Il. 21, 294; ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, Etwas unternehmen, angreifen, Her. 1, 126. 4, 79. 7, 8; ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕθεν Aesch. Suppl. 64; Ag. 1501; Soph. u. Eur.; Ar. περίβαλλε χέρας, Thesm. 918; und in Prosa: χεῖρας ἀνταιρόμενοι Thuc. 3, 32; προϊσχόμενοι 3, 66; περὶ χειρὶ χρυσοῦν δακτύλιον ἔχειν Plat. Rep. II, 359 e; ἁ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει, eine Hand wäscht die andere, Epicharm. bei Plat. Ax. 366 c. – Mit Präpositionen merke man folgende Vrbdgn: εἰς χεῖρας ἐλθεῖν od. ἱκέσθαι τινί, Einem in die Hände kommen, in die Hände od. in die Gewalt Imds gerathen, Hom., der auch χεῖρας ἱκέσθαι sagt, u. Folgde; auch εἰς χεῖρας ἐλθεῖν, συνιέναι τινί, mit Einem ins Handgemenge kommen, sich thätlich an einander vergreifen, Soph. O. C. 979, Thuc. 4, 33. 72. 126 u. öfter, Xen. Cyr. 8, 5,12 u. sonst, wie χεῖρας συμμιγνύναι; – ἐν χειρί, ἐν χερσίν, in der Hand, in der Gewalt, εἶναι, ἔχειν, Hom. u. Folgde; auch μετὰ χερσὶν ἔχειν, Her. 7, 16; ἐν χειρὶ τὴν δίκην ἔχων Plat. Theaet. 172 e; ὥςπερ οἱ ἐν χερσὶν ἔχοντες ζητοῦσιν ἐνίοτε ὃ ἔχουσιν Rep. IV, 432 d; ἐν χερσὶν εἶναι, γίγνεσθαι = im Handgemenge sein, Thuc. 5, 72; ἐν χερσὶν ἀποτείνειν 3, 66; – auch ἐν χερσί, wie μετὰ χερσὶν ἔχειν = Etwas unter Händen haben, womit beschäftigt sein, Her. 1, 35, Soph. Phil. 1097; wie διὰ χειρῶν ἔχειν Thuc. 2, 13. 76; handhaben, lenken, regieren, Arist. polit. 5, 8; ἱκετηρίας σεμνῶς ἔχουσαι διὰ χερῶν Aesch. Suppl. 190, vgl. Spt. 415; Soph. μνῆμ' ἐπίσημον διὰ χειρὸς ἔχων Ant. 1243; διὰ χειρὸς πιπράσκειν, aus freier Hand verlaufen, Charit. 1, 12; μετὰ χεῖρας ἔχειν Thuc. 1, 138, Her. 7, 16, 2; – Pol. 15, 27, 9 ἐκ χειρός, aus der Hand, aus freier Hand, dah. aus dem Stegreif, auch vom Kampfe in der Nähe, ἡ ἐκ χειρὸς μάχη, das Handgemenge, Xen. Hell. 7, 2,14 An. 5, 4,25; aber ἡ ἐκ χειρὸς θεωρία ist das Betrachten in der Nähe, D. Hal., Isocr. iud. 2; oft bei Pol.; – πρὸ χειρῶν, vorhanden, in Bereitschaft, zunächst vorliegend, Eur. Troad. 1214; – ὑπὸ χειρός od. χειρῶν, unter den Händen, in der Gewalt, Botmäßigkeit, ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι, unter seine Botmäßigkeit bringen; ὅσον νῦν ὑπὸ χέρα ναίεις Soph. El. 1081; ὁ ὑπὸ χεῖρα, der Diener, Diosc. u. a. Sp.; aber παρέργως καὶ ὑπὸ χεῖρας ist = aus dem Stegreife, Plut. Arat. 3; Dem. 6, 34 ὁρῶ γὰρ ἐνίους οὐκ εἰς τοὺς αἰτίους, ἀλλ' εἰς τοὺς ὑπὸ χεῖρα τὴν ὀργὴν ἀφιέντας; ὑπὸ τὰς τῶν πολεμίων χεῖρας πίπτειν Pol. 8, 20, 8; ὑπὸ χεῖρα γίγνεσθαι D. Hal. 6, 19; – χεῖρας συμπλέκειν τινί, Freundschaft mit Einem schließen, Pol. 2, 45, 2. 47, 6; vgl. ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινά 21, 4,5. – Wie im Deutschen Bezeichnung der Seite durch die Hand; ἐπ' ἀριστερὰ χειρός, zur linken Hand, Od. 5, 277; ποτέρας τῆς χειρός; auf welcher von beiden Seiten? Eur. Cycl. 675; λαιᾶς δὲ χειρὸς οἰκοῦσι Χάλυβες Aesch. Prom. 716; κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν τιθεὶς ἐλάας Soph. O. C. 484. – 2) das Werk od. die That der Hände, Ggstz der Worte, gew. im plur.; ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il. 1, 77; βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ Aesch. Prom. 622, vgl. Ag. 1031; εἰ δέ τις ὑπέροπ τα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται Soph. O. R. 883; übh. Thätigkeit, Kraftäußerung der Hände, τῇ χειρὶ χρῆσθαι, im Ggstz von ἀργὸν ἐπεστάναι, seine Hand brauchen, thätig sein, Her. 3, 78. 9, 72; übh. Kraft, Stärke, Gewalt, weil sie ihren Hauptsitz in den Händen haben, 8, 140, 2. – Auch Gewaltthat, Schlägerei, Handgemenge; ἐς χειρῶν νόμον ἱκέσθαι, ins Handgemenge kommen, Her. 9, 48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσθαι, im Handgemenge umkommen, 8, 89; ἦν ἡ μάχη καρτερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα, es wurde ganz und gar Mann gegen Mann gekämpft, Thuc. 4, 43; ἦρχε χειρῶν ἀδίκων Lys. 4, 11, er fing die thätliche Beleidigung an; ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν πρότερον Plat. Legg. IX, 869 c; vgl. Xen. Cyr. 1, 5,13; Pol. 2, 45, 6. 56, 14 u. a. Sp.; ἐν χειρῶν νόμῳ τὰς πολιτείας διαλύειν, durch das Faustrecht, Aesch. 1, 5. – Tapferkeit od. Kraft, εἰς ἔλεγχον χειρὸς μολών Soph. O. C. 1299, u. öfter. – 3) wie das lat. manus, eine Hand voll Menschen, ein Hause, eine Schaar, bes. eine Kriegerschaar, Kriegsmacht; μεγάλη χείρ, ein großes Kriegsheer, auch pleonast. μεγάλη χεὶρ πλήθεος, Her. 7, 20; οἰκεία χείρ = χεὶρ οἰκετῶν, ein Sklavenhause, Eur. El. 624; πλήθει χερῶν Soph. O. R. 123; πολλῇ χειρὶ ἐπεβοήθουν Thuc. 3, 96; αἱ ἄρισται χεῖρες Pol. 1, 26, 5; χειρῶν πλῆθος 3, 89, 9. – 4) die Hand, die Einer schreibt, die Handschrift, Hyperid. bei Poll. 2, 152; übh. die Hand eines Künstlers, die eigenthümliche Behandlungsart, Kunstfertigkeit, Styl, Manier eines Künstlers, γλαφυρή, σοφή u. vgl., Theocr. 9, 7, Ep. ad. 315 (Plan. 252); vgl. Poll. 2, 150; auch das Kunstwerk selbst, dann immer im plur., vgl. Jac. A. P. p. 871. – Pleonastisch steht der dat. χειρί, χερσίν bei allen Zeitwörtern, die ohnehin schon eine Thätigkeit der Hände in sich schließen, χειρὶ λαβεῖν, ἑλέσθαι u. vgl., Hom. u. Folgde.