ἀποβαίνω

Revision as of 09:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

fut. -βήσομαι, with Ep. aor. 1

   A -εβήσετο Il.2.35: aor. 2 ἀπέβην: pf. ἀποβέβηκα—in these tenses intr. (pres. not in Hom.):— step off from a place, νηὸς ἀ. alight, disembark from a ship, Od.13.281; ἀπὸ τῶν νεῶν, ἀπὸ τῶν πλοίων, Hdt.5.86,4.110; ἐκ τῶν νεῶν X.HG5.1.12:abs., disembark, Hdt.2.29, Th.1.111, etc.; ἀ. ἐς χώρην Hdt.7.8.β, cf. E.Fr.705, Th.4.9, Lys.2.21; ἐς τὴν γῆν Th.1.100; ἐξ ἵππων ἀ. ἐπὶ χθόνα dismount from a chariot, Il.3.265, cf. 11.619; ἵππων 17.480; but in D.61.23 τὸ ἀποβαίνειν seems to be the art of leaping from horse to horse (cf. ἀποβάτης) τῇ συνωρίδι τοῦ ἀποβάντος IG9(2).527.10 (Larissa): generally, ἀβάτων ἀποβάς having stepped off ground on which none should step, S.OC167.    2 go away, depart, Il.1.428, 5.133, etc.; ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ολυμπον 24.468; πρὸς δώματα, κατὰ δῶμα, Od.4.657,715; μετ' ἀθανάτους Il.21.298: c. gen., ἀ. πεδίων E. Hec.140; ἀπὸ τῆς φάτνης X.Eq.Mag.1.16; of death, ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσι E.Andr.1022; of hopes, vanish, come to nought, Id.Ba.909 (lyr.).    II of events, issue, result from, τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Hdt.9.66; τἀναντία ἀπέβη resulted, Pl.Phlb.39a, cf. Lg. 782e; ὅ τι ἀποβήσεται Id.Prt.318a, etc.; τὸ ἀποβαῖνον, contr. τὠποβαῖνον, the issue, event, Hdt.2.82, etc.; τὰ ἀποβαίνοντα, τὸ ἀποβάν, the results, Th.1.83, 2.87; τὰ ἀποβησόμενα the probable results, Id.3.38, cf. S.E.M.5.103.    2 freq. with an Adv. or other qualifying phrase, σκοπέειν . . τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται how it will turn out, issue, Hdt.1.32; ἀ. τῇ περ εἶπε ib.86; ἀ. κατὰ τὸ ἐόν ib.97; ἀ. παρὰ δόξαν, ἀ. τοιοῦτον, Id.8.4,7.23; τοιόνδ' ἀπέβη τόδε πρᾶγμα E. Med.1419, cf. X.Cyr.1.5.13; πολέμου τοιοῦτον ἀπέβη τὸ τέλος Plb.26.6.15; οὐδὲν αὐτῷ . . ὡς προσεδέχετο ἀπέβαινεν Th.4.104, cf. 3.26; παρὰ γνώμην ἀ. 5.14; opp. κατὰ γνώμαν ἀ. Theoc.15.38; πῶς ἡ φήμη δοκεῖ ὑμῖν ἀποβῆναι; And.1.131.    3 abs., turn out well, succeed, ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη Th.4.39, cf. 5.14; of dreams, turn out true, Arist.Div. Somn.463b10.    4 of persons, with an Adj., turn out, prove to be so and so, ἀ. οὐ κοινοί prove partial, Th.3.53; ἀ. χείρους Pl.Lg.952b; φρενιτικοὶ ἀ. Hp.Coac.405; τύραννος ἐκ βασιλέως ἀ. Plb.7.13.7; also of a wound, ἰάσιμον ἀ. Pl.Lg.878c.    b with εἰς... ἀ. εἰς τὰ πολιτικὰ οἱ τοιοῦτοι prove fit for public affairs, Id.Smp.192a; ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀ. Theoc.13.15.    c of conditions, etc., ἀπέβη ἐς μουναρχίην things ended in a monarchy, Hdt.3.82; εἰς ἓν τέλεον καὶ νεανικόν Pl.R.425c; ἀποβήσεται εἰς μαρτυρίαν Ev.Luc.21.13.    5 of space, μέγεθος μὲν ἦν πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκῦα reaching, extending to... Pl.Criti.112a.    6 τῷ ἀποβεβηκότι ποδί with the hind foot, opp. τῷ προβεβηκότι, Arist.IA706a9.    B causal, in aor. 1 ἀπέβησα, cause to dismount, disembark, land (in which sense ἀποβιβάζω serves as pres.), ἀ. στρατιήν Hdt.5.63, 6.107; ἐς τὴν Ψυττάλειαν Id.8.95.    II hence, in Pass., τὸ ἀποβαινόμενον σκέλος a leg put out so as not to bear the weight of the body, Hp.Art.52:—Act., Id.Mochl.20.

German (Pape)

[Seite 296] (s. βαίνω), Hom. oft ἀπέβη; in derselben Bedeutung wiederholt ἀπεβήσατο (v. l. ἀπεβήσετο), Homerisch med. statt des act.; öfters auch ἀποβάντες; ἀποβῆναι Od. 5, 357, ἀπέβησαν aor. 2 Iliad. 11, 619, ἀπεβήτην 21, 298, ἀπέβαινεν 24, 459, ἀποβήσομαι 5, 227 (v. l. ἐπιβήσομαι) u. 17, 480; – 1) weggehen; absol., Iliad. 5, 133; πρός τι, Od. 4, 657; μετά τινας, Iliad. 21, 298; von einem höheren Punkte herunter 3, 265 ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα, 17, 480 ἵππων, 11, 619 ἀπέβησαν ἐπὶ χθόνα (ohne gen.), Od. 13, 281 νηός; Her. 1, 24; Xen. Hell. 1, 1, 12; εἰς Ἀττικήν Isocr. 6, 86; Dem. 59, 94; Plut. Sol. 8. Bei Dem. 61, 23 ist ἀποβαίνειν eine Art Uebung in der Palästra, bewaffnet vom Wagen im vollen Lauf zu springen u. wieder hinauf, B. A. 526 ἀποβῆναι, ἀγωνίσασθαι τὸν ἀποβάτην, vgl. dies. W. – 2) ausgehen in etwas, εἰς ἕν τε τέλεον καὶ νεανικόν Plat. Rep. IV, 425 c; ἀκρόπολις πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκυῖα, dahin auslaufend, Crit. 112 a; von Personen, werden, ἐὰν ἀποβαίνωσι χείρους τῶν πολλῶν Legg. XII, 952 b; vgl. Xen. Mem. 4, 8, 8; Pol. 7, 13 τύραννος ἐκ βασιλέως; εἰς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβαίη Theocr. 13, 15; von Sachen, ἂν τὸ τραῦμα ἰάσιμον ἀποβῇ Plat. Legg. IX, 878 c. Bes. – 3) ὁ χρησμὸς ἀπέβη, das Orakel traf ein, Thuc. 8, 75; Xen. An. 7, 8, 22; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη 4, 39; τὸ πρᾶγμα παρὰ δόξαν ἀπέβη, hatte einen unerwarteten Ausgang, Her. 8, 4 u. oft; τοιόνδ' ἀπέβη τόδε πρᾶγμα, so lief dieses ab, Eur. Alc. 1166; Med. 1419; δεδιὼς τὸ μέλλον, ὅπως ἀποβήσεται Plat. Lys. 206 a; εἰκότως ἀποβέβηκεν Isocr. 4, 150 u. sonst häufig; τὰ ἀποβαίνοντα, die Ereignisse, Folgen, Thuc. 1, 83; τὰ ἐκ τῶν κινδύνων ἀποβησόμενα 8, 75, u. öfter so mit ἐκ, – κατὰ γνώμαν ἀπέβα τοι Theocr. 15, 38. – 4) aor. I., herabsteigen lassen, ans Land setzen, στρατιήν Her. 6, 107.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβαίνω: μέλλ. –βήσομαι, μετὰ Ἐπ. ἀορ. α΄ -εβήσετο (Ἰλ. Β. 35): ἀόρ. β΄ ἀπέβην: πρκμ. ἀποβέβηκα: - ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις ἀμετάβ. (ἂν καὶ ὁ ἐνεστὼς δὲν εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ). Ἐξέρχομαι ἔκ τινος μέρους, ἀλλ’ οὕτως ἀποβάντες… νηός, ἀποβάντες ἐκ τοῦ πλοίου εἰς τὴν ξηρὰν, Ὀδ. Ν. 281· ἀπὸ τῶν νεῶν, ἀπὸ τῶν πλοίων Ἡρόδ. 5. 86., 4. 110· ἐκ τῶν νεῶν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 12· ἀπολύτως, ἀποβὰς παρὰ τὸν ποταμὸν ὁδοιπορίην ποιήσεαι Ἡρόδ. 2. 29, Θουκ. κτλ.· ἐς τὴν σφετέρην ἀποβάντας Ἡρόδ. 7. 8, 2, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 700, Θουκ. 4. 9, Λυσ. 192. 30· ἐς τὴν γῆν Θουκ. 1. 100: - οὕτως, ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα, κατελθόντες ἐκ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Γ. 265· ἵππων Ρ. 480· ἀπολ., Λ. 618· ἀλλὰ παρὰ Δημ. 1408. 12 τὸ ἀποβαίνειν φαίνεται ὅτι δηλοῖ τὴν τέχνην τῶν ἀμφίππων, δηλ. τῶν ἀπὸ ἵππου εἰς ἵππον μεταπηδώντων, ἴδε ἀποβάτης: - ἐν γένει: ἀποσύρομαι, ἀφέρπω, «τραβιοῦμαι» ἀβάτων ἀποβάς, ἀποσυρθεὶς ἐκ τῶν ἀβάτων τόπων, Σοφ. Ο. Κ. 166. 2) ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, ἀπεβήσετο Ἰλ. Α. 428., Ε. 133, Ἀττ.· ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον Ω. 468· πρὸς δώματα, κατὰ δῶμα Ὀδ. Δ. 657, 715· μετ’ ἀθανάτους Ἰλ. Φ. 298: - μετὰ γεν., ἀπ. πεδίων Εὐρ. Ἑκ. 142· ἀπὸ τῆς φάτνης Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16: - ἐπὶ θανάτου, ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσι (ἐν τμήσει) Εὐρ. Ἀνδρ. 1021· ἐπὶ ἐλπίδων, ἀποτυγχάνω, διαψεύδομαι, ὁ αὐτ. Βάκχ. 909. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἀποβαίνω, καταλήγω, τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Ἡρόδ. 9. 66· τἀναντία ἀπέβη, τὰ ἐναντία ἀπέβησαν, Πλάτ. Φίλ. 39Α, πρβλ. Νόμ. 782Ε· ὅ τι ἀποβήσεται ὁ αὐτ. Πρωτ. 318Α, πρβλ. Νόμ. 782Ε· ὅ τι ἀποβήσεται ὁ αὐτ. Πρωτ. 318Α, κτλ.: - τὸ ἀποβαῖνον κατὰ κρᾶσιν τἀποβαῖνον, τὸ ἀποτέλεσμα, Ἡρόδ. 2. 82, κτλ.· τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἀποβάντα, τὰ ἀποτελέσματα, Θουκ. 1. 83, 2. 87, κτλ.· τὰ ἀποβησόμενα, τὰ πιθανὰ ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. 3. 38. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἐπιρρήματος ἢ ἄλλου προσδιορισμοῦ, σκοπέειν… τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται, εἰς τί θὰ καταλήξῃ, Ἡρόδ. 1. 32· ἀπέβη τῇπερ εἶπε αὐτόθι 86· ἀπ. κατὰ τὸ ἐὸν αὐτόθι 97· ἀπ. παρὰ δόξαν, ἀπ. τοιοῦτο ὁ αὐτ. 8. 4. , 7. 23· τοιόνδ’ ἀπ. τόδε πρᾶγμα Εὐρ. Μήδ. 1419, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13· οὐδὲν αὐτῷ… ὡς προσεδέχετο ἀπέβαινεν Θουκ. 4. 104, πρβλ. 3. 26· πῶς ἡ φήμη δοκεῖ ὑμῖν ἀποβῆναι; Ἀνδοκ. 17. 12. 3) ἀποβαίνω καλῶς, ἐπιτυγχάνω, ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη Θουκ. 4. 39, πρβλ. 5. 14· ἐπὶ ὀνείρων, ἐπαληθεύω, Ἀριστ. Περὶ Μαντ. τῆς ἐν τοῖς Ὕπν. 1. 13. 4) οὕτως ἐπὶ προσώπων, μετ’ ἐπιθ., καταντῶ, γίνομαι, ἀποδεικνύομαι (τοιοῦτοςτοιοῦτος)· ἀπ. κοινοί, ἀποδείκνυνται δίκαιοι, ἀμερόληπτοι, Θουκ. 3. 53· ἀπ. χείρους Πλάτ. Νόμ. 952Β· φρενητικοὶ ἀπ. Ἱππ. Κωακ. Προγν. 184· οὕτως ἐπὶ τραύματος, ἰάσιμον ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 878C. β) ὡσαύτως μετὰ τῆς εἰς... ἀπ. εἰς τὰ πολιτικὰ τοιοῦτοι, ἀποδείκνυνται κατάλληλοι διὰ τὰς πολιτικὰς ὑποθέσεις, ὁ αὐτ. Συμπ. 192Α· ἐς ἀληθινὸν ἄνδρ. ἀπ. Θεόκρ. 13. 15: -καί, γ) ἐπὶ περιστάσεων κτλ. ἀπέβη ἐς μουναρχίην, τὰ πράγματα κατέληξαν εἰς μοναρχίαν, Ἡρόδ. 3. 82· εἰς ἕν τι τέλεον Πλάτ. Πολ. 425C. 5) ἐν Πλάτ. Κριτί. 112Β, ἐπὶ διαστήματος, μέγεθος μὲν ἦν πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκυῖα, διήκουσα, ἐκτεινόμενη πρὸς…· τῷ ἀποβεβηκότι ποδί, τῷ ὀπισθίῳ ποδί, ἐν ἀντιθ. πρὸς τό: τῷ προβεβηκότι, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορ. 4. 9. Β. Μεταβατ., ἐν τῷ ἀορ. α΄ ἀπέβησα, ἔκαμά τινα νὰ καταβῇ ἀπὸ τοῦ ἵππου, νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ πλοίου (ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ τὸ ἀποβιβάζω χρησιμεύει ὡς ἐνεστώς), ἀπ. στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 63., 6. 107· ἐς τὴν Ψυττάλειαν ὁ αὐτ. 8. 95. ΙΙ. ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., τὸ ἀποβαινόμενον σκέλος, τὸ οὕτω τιθέμενον σκέλος ὥστε νὰ μὴ φέρῃ τὸ βάρος τοῦ σώματος, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὑποβαινόμενον, ἐφ’ οὗ τις στηρίζεται, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 819· πρβλ. Μοχλικ. 852 ἐν τέλει.