μῶν
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
Adv., contr. for μὴ οὖν, μῶν χαραδριὸν περνᾷς· Hippon.52: freq. in Trag., Com., and Pl.; usu. in questions to which a neg. answer is suggested,
A surely not? μῶν ἄλγος ἴσχεις; you are not in pain, are you? S.Ph.734, cf. E.Hec.676,754, Hel.1198, Achae.9, Ar. Lys.69, Pl.Prt.310d.—Its origin from μὴ οὖν was forgotten, hence μῶν οὖν . .; in A.Ch.177, E.Andr.82; μῶν οὖν δῆτα . .; Ar.Pl.845: sts. also μῶν μὴ . .; Pl.Phd.84c, R.505c; also μῶν οὐ . .; suggesting an affirm. answer, A.Supp.417, S.OC1729 (lyr.), Pl.Sph.234a, etc.
German (Pape)
[Seite 226] entstanden aus μὴ οὖν, oder dem ion. ὦν, Apoll. Dysc. de conj. p. 494, Fragewort, eine Frage einleitend, auf welche man eine verneinende Antwort zu erhalten wünscht, aber eine bejahende zu erhalten befürchtet, dochnicht? dochnichtgar? μῶν καὶ θεός περ ἱμέρῳ πεπληγμένος; Aesch. Ag. 1176; auch μῶν οὐ δοκεῖ, Suppl. 412; μῶν οὖν vrbdn, Ch. 175, wie Eur. Andr. 82 u. Ar. Plut. 845; μῶν ἄλγος ἴσχεις; μῶν τι βουλεύει νέον; Soph. Phil. 724. 1213; auch μῶν οὐχ ὁρᾷς; O. C. 1726; μῶν τί σε ἀδικεῖ ὁ Πρωταγόρας; Plat. Prot. 310 d; μῶν τι πρὸς ἀρχὴν διοίσετον; Polit. 259 b; mit οὖν vrbdn, Soph. 250 d; die Verneinungspartikeln treten auch danach ein, μῶν οὐ παιδιὰν νομιστέον; 234 a; μῶν μὴ δοκεῖ ἐνδεῶς λελέχθαι; Phaed. 84 c, es scheint doch nicht vielleicht? vgl. Soph. 263 a Rep. I, 351 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῶν: Ἐπίρρ., κατὰ Δωρ. κρᾶσιν ἐκ τοῦ μὴ οὖν, ἀλλ’ ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. μάλιστα (ὡς τὸ μή·) ἐπὶ ἐρωτήσεων εἰς ἃς προσδοκᾶται ἀρνητικὴ ἀπάντησις, μήπως..., Λατ. num ? - τί χρῆμα μαστεύουσα; μῶν ἐλεύθερον αἰῶνα θέσθαι; Ἀπόκρ. οὐ δῆτα, Εὐρ. Ἑκ. 754· ἐνίοτε ὅμως ἐκφέρει ἁπλῶς ἐρώτησιν μετὰ δισταγμοῦ ὡς τὸ Λατ. num forte? καὶ δύναται νὰ ἔχῃ ἀπάντησιν καταφατικήν, ὡς μῶν τὸ βακχεῖον κάρα τῆς θεσπιῳδοῦ δεῦρο Κασάνδρας φέρεις; Ἀπόκρ., ζῶσαν λέλακας, τὸν θανόντᾳ δ’ οὐ στένεις τόνδ’ Εὐρ. Ἑκ. 676, Πλάτ. Πρωτ. 310D. - Τοσοῦτον δὲ ἐλησμονήθη ὁ σχηματισμὸς αὐτοῦ ἐκ τοῦ μὴ οὖν, ὥστε εὑρίσκομεν μῶν οὖν...; ἐν Αἰσχύλ. Χο. 177, Εὐρ. Ἀνδρ. 82· μῶν δῆτα...; Ἀριστοφ. Πλ. 845· ἐνίοτε καὶ μῶν μή...; Πλάτ. Φαίδων 84C, Πολ. 505C· - μῶν οὐ...; ἔχει ἀκριβῶς τὴν ἐναντίαν σημασίαν καὶ ἀπαιτεῖ ἀπόκρισιν καταφατικήν, Λατ. nonne? Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 417, Σοφ. Ο. Κ. 1729, Πλάτ. Σοφ. 234Α, κτλ. - (μῶν εἶναι τὸ Λατ. num, πρβλ. μὴ ne, μὶν νίν).