Βάκχος
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ὁ,
A Bacchus, name of Dionysus, first in S.OT211 (lyr.), cf. E.Hipp.560 (lyr.), al., Limen.19, Theoc.Ep.18.3, etc. 2 Ζεὺς Β. Epigr.Gr.1035.22. II wine, E.IA1061 (lyr.), etc. III Bacchanal, Heraclit.14, E.Ba.491: generally, any one inspired, frantic, Ἅιδου Βάκχος Id.HF1119; πολλοὶ μὲν ναρθηκοφόροι, Β. δέ τε παῦροι Orph.Fr.5. 2 branch carried by initiates, Xenoph.17. IV a kind of grey mullet, Hices. ap. Ath.7.306e; = ὀνίσκος II, Dorio ap. Ath.3.118c, cf. Xenocr.I. V garland, βάκχοισιν κεφαλὰς περιάνθεσιν ἐστέψαντο Nic.Fr.130. VI = κλαυθμός (Phoenician), Hsch.
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, nom. pr., 1) der Gott Bacchus, Dionysus, = Ἴακχος, w. m. s.; erst seit Her. gebräuchlich. Bei Dichtern übertr., der Wein, Eur. I. A. 1061 u. öfter; auch in Anth. – 2) der Bacchant, Plat. Phaed. 69 c; der bacchisch Begeisterte, Verzückte, Rasende, Ἅιδου βάκχος Eur. Herc. fur. 119, s. βάκχη; ähnl. Ἔρωτος βάκχοι Ael. V. H. 3, 9.
Greek (Liddell-Scott)
Βάκχος: ὁ, Bacchus, νεώτερον σχετικῶς ὄνομα τοῦ Διονύσου, ὅστις ἐκαλεῖτο Διόνυσος Βάκχειος καὶ ὁ Βάκχειος Ἡρόδ. 4. 79, καὶ τὸ ῥῆμα βακχεύειν ἀπαντᾷ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ· ἀλλὰ τὸ ὄνομα Βάκχος πρῶτον ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. Ο. Τ. 211, καὶ εἶναι συχν. παρ’ Εὐρ.· πρβλ. Ἴακχος. Τὸ παλαιότερον καὶ ἐπικρατέστερον αὐτοῦ ὄνομα Διόνυσος ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ οὐχὶ συχνάκις (ἴδε τὴν λέξ.). Ἀλλ’ ἡ λατρεία αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο παλαιοτάτη καὶ πολυειδής· καὶ αὐτὸς δὲ πολλαχῶς παρίσταται ὡς ἐκπολιτίσας τοὺς ἀνθρώπους, ὡς ἐμπνεύσας εὐγενῆ ἐνθουσιασμόν, ὡς τὸ σύμβολον τῆς γενετικῆς καὶ παραγωγικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, κτλ. ἴδε Creuzer’s Dionysos, M üller Arch äol. d. Kunst. §383 κἑξ. ΙΙ. συχνάκις ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ οἴνου, Εὐρ. Ι. Α. 1061, κτλ.· πρβλ. Βάκχειος. ΙΙΙ. ὁ ὑπὸ τοῦ Βάκχου κατεχόμενος, ὡς Βάκχη ἡ κατεχομένη, καθόλου πᾶς ὁ ἐνθουσιῶν, ἐμπνεύσεως πλήρης, πλήρης πάθους, κτλ., Ἅιδου Βάκχος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1119· πρβλ. Heind. Πλάτ. Φαίδ. 69C. IV. εἶδος ἰχθύος, = ὀνίσκος ΙΙ, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C. (Ἡ ρίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ϝΑΧ, ὥστε ἡ λέξις Βάκχος εἶναι κυρίως ϝάκχος· καὶ Ἴακχος εἶναι ἀντὶ ϝίϝακχος· σχετίζεται δὲ πιθανῶς πρὸς τὸ ἠχέω, ἰαχή, δηλ. ϝιϝαχή· πρβλ. τὸ Ὁμηρ. αὐίαχος = ἀϝίαχος· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βαβάκτης· κραύγασος, ὅθεν καὶ Βάκχος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Bacchus, nom réc. de Dionysos ou Iakkhos, dieu du vin, représenté comme le civilisateur du genre humain, le symbole des forces productrices de la nature, etc. ; le vin lui-même.
Étymologie: R. Ϝαχ, crier, pê apparenté à ἠχέω ; cf. Ἴακχος ; R. *ϜιϜακχος, et ἰαχή.