Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιθανός

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθᾰνός Medium diacritics: πιθανός Low diacritics: πιθανός Capitals: ΠΙΘΑΝΟΣ
Transliteration A: pithanós Transliteration B: pithanos Transliteration C: pithanos Beta Code: piqano/s

English (LSJ)

ή, όν, (πείθω) of persons,

   A persuasive, plausible, esp. of popular speakers, πιθανώτατος τοῖς πολλοῖς Th.6.35 ; τῷ δήμῳ παρὰ πολὺ . . -ώτατος, of Cleon, Id.3.36, cf. 4.21; ἐν ὄχλῳ π. Pl.Grg.458e; -ώτατος πάντων ἀνθρώπων D.37.48; -ώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh.1395b27; -ώτατοι οἱ ἐν τοῖς πάθεσιν Id.Po.1455a30; π. καὶ πανοῦργος Plu.2.26a; π. συνταγματάρχης Luc. Bacch.2 : c. inf., -ώτατοι λέγειν Pl.Grg.479c; π. περιβαλεῖν τινα κακῷ apt at... E.Or.906; πιθανώτατος στρατηγῆσαί τε καὶ προσαγαγέσθαι App.Hisp.15, etc.: with a Prep., π. ἐς στρατηγίαν, ἐς ἐνέδρας, Id.Mith.51, Pun.108, etc.    2 of arguments, plausible, Ar.Th.464 (lyr.); λέγων πιθανώτατ' Id.Eq.629; λόγος, φωναὶ π., Pl.Phd.88d, R. 568c; λόγοι θαυμασίως ὡς π. D.35.16; τὸ περὶ λόγους π., = πιθανότης, Pl.Tht.178e : freq. in Arist.Rh., as 1356b26, 1403b20; μόνον ἐφρόντισαν τοῦ π. τοῦ πρὸς αὑτούς Id.Metaph.1000a10.    3 of manners, winning, plausible, τὸ -ώτατον ἦθος X.Mem.3.10.3; τὸ π. ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει μείζω Men.622 codd. Stob.; οὐ π. ἔσχεν ὄχλῳ τὸ ἦθος Plu.Phoc.3.    4 of reports, etc., plausible, specious, credible, λόγος πιθανώτατος Hdt.1.214, cf. 2.123; π. τινί Pl.Lg.677a: c. inf., πιστεύεσθαι πιθανά ib.782d; πιθανόν [ἐστι] c. inf., it is probable that... Arist. Top.151a29.    5 of works of art, producing illusion, true to nature, X.Mem.3.10.7 (Comp.).    II Pass., easy to persuade, credulous, A. Ag.485 (lyr.), Pl.Grg.493a.    2 obedient, docile, X.Cyr.2.2.10, Oec. 13.9 (Comp.).    III Adv. -νῶς persuasively, plausibly, Ar.Th.268, Pl.Phdr.269c, al. : Comp. -ώτερον Id.Phd.63b, Grg.456c, Arist.EN 1096b5.

German (Pape)

[Seite 613] 1) Act., leicht überzeugend, überredend, mit Ueberredungsgabe ausgestattet, vgl. Mein. Men. p. 222. 575; von Sachen, bes. Worten und Beweisgründen, die Wahrscheinlichkeit für sich habend, leicht zu glauben, auch von Personen, glaubhaft, glaubwürdig; οὐδ' ἀσύνετ' ἀλλὰ πιθανὰ πάντα, Ar. Thesm. 463; Her. 2, 123; τοῖς πολλοῖς, Thuc. 6, 35; λόγος, Plat. Phaed. 88 d; τὸ περὶ τῆς χώρας ἡμῶν πιθανὸν καὶ ἀληθὲς ἐλέγετο, Critia. 110 d; ταῦτα πιθανὸν λόγον ἔχει τινά, Legg. VII, 791 b, u. öfter; ὅπως ἂν ὦσιν ὡς πιθανώτατοι λέγειν, Gorg. 479 c; u. adv., πιθανῶς λέγειν, Phaedr. 269 c; πιθανώτερον ἀπολογήσασθαι, Phaed. 63 b; Folgde. – 2; Pass., leicht zu überzeugen, zu überreden, leichtgläubig, Aesch. Ag. 472; dah. folgsam, Xen. Cyr. 2, 2, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθᾰνός: -ή, -όν, (√ΠΙΘ, πείθω) ὁ εἰς πειθὼ ἢ κατάπεισιν τείνων· ἑπομένως, 1) ἐπὶ προσώπων, πειστικός, ἔχων τὴν δύναμιν νὰ πείθῃ, καταπειστικός, μάλιστα ἐπὶ ῥητόρων δημοσίᾳ ἀγορευόντων, π. τοῖς πολλοῖς Θουκ. 6. 35· τῷ δήμῳ παρὰ πολύ... πιθανώτατος, ἐπὶ τοῦ Κλέωνος, ὁ αὐτ. 3. 36, πρβλ. 4. 21· π. ἐν ὄχλῳ Πλάτ. Γοργ. 458Ε· πιθανώτατος πάντων ἀνθρώπων Δημ. 980. 23· τοῦτο γὰρ αἴτιον καὶ τοῦ πιθανωτέρους εἶναι τοὺς ἀπαιδεύτους τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 3· πιθανώτατοι οἱ ἐν τοῖς πάθεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17. 3· ― πιθαν. καὶ πανοῦργος Πλούτ. 2. 26Α, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρεμ., πιθανώτατος λέγειν Πλάτ. Γοργ. 479C· π. περιβαλεῖν τινα κακῷ, ἱκανὸς εἰς..., Εὐρ. Ὀρ. 906· πιθανώτατος στρατηγῆσαί τε καὶ προσαγαγέσθαι Ἱππ. 15, κτλ.· μετὰ προθ., π. ἐς στρατηγίαν ὁ αὐτ. ἐν Μιθρ. 51, πρβλ. Καρχηδ. 108, κτλ. 2) ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 464· λέγειν πιθανώτατ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 629· λόγος, φωναὶ π. Πλάτ. Φαίδων 88D, κτλ.· λόγοι θαυμασίως ὡς π. Δημ. 928. 14· τὸ περὶ τοὺς λόγους π. = πιθανότης, Πλάτ. Θεαίτ. 178Ε··συχν. παρ’ Ἀριστ. Ρητορ., ὡς 1. 2. 10., 2. 18. 1· μόνον ἐφρόντισαν τοῦ π. τοῦ πρὸς αὐτοὺς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυτ. 2. 4, 12, κτλ. 3) ἐπὶ τρόπων, καταπειστικός, ἑλκυστικός, Ξεν. Ἀπομν. 3. 16, 3· τὸ π. ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει μείζω Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 78· οὐ π. ἔσχεν τὸ ἦθος Πλουτ. Φωκ. 3. 4) ἐπὶ φημῶν καὶ τῶν τοιούτων, πιστευτός, Ἡρόδ. 4. 214., 2. 123· π. τινι Πλάτ. Νόμ. 677Α· μετ’ ἀπαρ., πιστεύεσθαι πιθανὰ αὐτόθι 782D· ― πιθανόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., εἶναι πιθανὸν ὅτι, Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 2. 5) ἐπὶ ἔργων τέχνης ἀπατῶν διὰ τὴν πιστότητα τῆς παραστάσεως, φυσικός, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7. ΙΙ. Παθ. ὁ εὐκόλως πειθόμενος, εὔπιστος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 485, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Παρμ. 133Β. 2) εὐπειθής, ὑπήκοος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16· π. λόγῳ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 13, 9. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, μετὰ πειστικότητος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 268, Πλάτ. Φαῖδρ. 269C, κ. ἀλλ. συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 63Β, Γοργ. 456C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. capable de persuader, persuasif :
1 en parl. de pers. τινι qui trouve créance auprès de qqn ; avec un inf., pour faire qch ; en parl. du caractère qui prévient en sa faveur, qui plaît ; en mauv. part insinuant, captieux;
2 en parl. de choses croyable, vraisemblable ; en parl. d’œuvres d’art qui fait croire à la réalité, qui imite au naturel;
II. qui est ou peut être persuadé :
1 crédule;
2 obéissant, docile;
Cp. πιθανώτερος, Sp. πιθανώτατος.
Étymologie: πείθω.