ἐκτείνω

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτείνω Medium diacritics: ἐκτείνω Low diacritics: εκτείνω Capitals: ΕΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: ekteínō Transliteration B: ekteinō Transliteration C: ekteino Beta Code: e)ktei/nw

English (LSJ)

fut. -

   A τενῶ A.Pr.325, etc.:—stretch out, χεῖρ' ἐπ' ἐκφορᾷ νεκροῦ Id.Ch.9; τὴν χ. ὑπτίαν Ar.Ec.782 ; τὰς χεῖρας ἐπί τι for something, Plb.1.3.6 ; πρός τινα, in sign of friendship, Id.2.47.2 ; πρὸς κέντρα κῶλον A.Pr.325 ; παῖδας ἐπὶ τὴν πυρήν Hdt.2.107 ; ἐκεῖσε κἀκεῖσ' ἀσπίδ' ἐ. E.Andr.1131 ; εἰς ἧπαρ ξίφος Id.Ph.1421 : abs., offer food, Ath.5.186c ; τὰ γόνατ' ἐ. straighten the knees, Ar.V.1212 ; ἐ. τὰ σκέλη X.An.5.8.14 ; νοῦ ἄπο μυρίον ὄμμα IG3.716 ; ἐ. νέκυν E.Hipp. 786 ; ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ' ἔπος will lay thee prostrate, Id.Med.585:— Pass., to be outstretched, lie at length, of sleepers, etc., S.Ph.858(lyr.) ; ἐκταθεὶς ὥσπερ Ὀδυσσεὺς ἀφικέσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα X.An.5.1.2, etc.; of countries, etc., extend, Id.Vect.4.3, D.P.40.    2 stretch, spread out a net, A.Ch.991 ; extend the line of an army, E.Heracl.801, Arr. Tact.5.6 ; λαὸν ἐκτείνοντ' ἄνω (sc. ἑαυτόν) E.Supp.654 ; στράτευμα X.HG6.5.19:—Pass., to be unfolded, smoothed, ὡς ἂν Διὸς μέτωπον ἐκταθῇ χαρᾷ S.Fr.902.    II spin out, prolong, πλεῦνα λόγον Hdt. 7.51 ; φροίμιον θεοῖς A.Ag.829 ; μακρὰν ἐξέτεινας ib.916, cf. E.Med. 1351 ; μῆκος λόγου A.Eu.201 ; μείζονα λόγον S.Tr.679, etc.; βίον E. Supp.1109; τοὺς περιπάτους X.Mem.3.13.5 :—Pass., λόγος ἐκταθείς Pl.Lg.887a ; of Time, πολὺς ἐκτέταται χρόνος S.Aj.1402(anap.).    III put to the full stretch, ἵππον ἐ. X.Cyr.5.4.5 ; ἐ. πάντα κάλων Pl.Prt. 338a ; πᾶσαν προθυμίην ἐ. put forth all one's zeal, Hdt.7.10.η'; τὸν θυμόν And.3.31 ; ἅπασαν ἀγωνίαν D.60.30: metaph. in Pass., to be on the rack, ἐκτέταμαι S.OT153 (lyr.).    IV lengthen a short syllable, A.D.Pron.27.2 (Pass.), al., interpol. in D.H.2.58.    V intr., draw along, LXXJd.20.37.

German (Pape)

[Seite 780] (s. τείνω), ausspannen, ausdehnen, τινά, Aesch. Ch. 983; κῶλον πρὸς κέντρα Prom. 323; ἀνὴρ ἐκτέταται νύχιος, liegt im Schlafe ausgestreckt, Soph. Phil. 846; Xen. An. 5, 1, 2 Conv. 4, 31; νέκυν Eur. Hipp. 786; tödten, niederwerfen, Med. 585; ξίφος εἰς ἧπαρ, hineinstoßen, Phoen. 1421; τὴν χεῖρα, ausstrecken, Ar. Eccl. 782 Plat. Rep. V, 449 b, was auch übertr. »wonach verlangen« bedeutet, die Hand nach Etwas ausstrecken, Pol. 1, 3, 6. 5, 34, 4; τὴν κέρκον Plat. Phaedr. 254 d; κάλων Prot. 338 a; τὰ γόνατα Ar. Vesp. 1212; τὰ σκέλη Xen. An. 5, 8, 14. Von der Rede, λόγος ἐκταθείς, gedehnt, Plat. Legg. X, 887 a; Aesch. τοσοῦτο μῆκος ἔκτεινον λόγου, Eumen. 207; θεοῖς φροίμιον Ag. 829; vgl. Ath. XIII, 573 b; μείζονα λόγον Soph. Tr. 676; Eur. öfter; ἤδη πολὺς ἐκτέταται χρόνος Soph. Ai. 1381; περιπάτους Xen. Mem. 3, 13, 5. Ein Heer der Länge nach aufstellen, στρατόν Eur. Heracl. 801; ἐπ' ἐννέα ἀσπίδων Xen. Hell. 6, 5, 19; öfter Pol. Uebertr., πᾶσαν προθυμίην, allen Fleiß anwenden, Her. 7, 10, 7; θυμόν Andoc. 3, 31. Aehnl. ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα Soph. O. R. 153; ἅπασαν ἀγωνίαν ἐκτεῖναι Dem. 60, 30, wo Bekker ἐκτῖναι lies't. – Bei den Grammatikern: einen kurzen Vocal dehnen, wie Ath. X, 446 d. – Im pass., sich hinziehen, hinerstrecken, von Gegenden, D. Per. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτείνω: μέλλ. -τενῶ: ― ἁπλώνω πρὸς τὰ ἔξω, ἐκτείνω, οὐδ’ ἐξέτεινα χεῖρ’ ἐπ’ ἐκφορᾷ νεκροῦ Αἰσχύλ. Χο. 9· ἐκτείνοντα τὴν χεῖρ’ ὑπτίαν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 782· ἐπί τι Πολύβ. 1. 3, 6· πρός τινα, εἰς σημεῖον φιλίας, ὁ αὐτ. 2. 47, 2· ― πρὸς κέντρα κῶλον Αἰσχύλ. Πρ. 323· παῖδας ἐπὶ τὴν πυρὴν Ἡρόδ. 2. 107· ἐκεῖσε κἀκεῖσ’ ἀσπίδ’ ἐκτ. Εὐρ. Ἀνδρ. 1131· ἐξέτεινε δὲ εἰς ἧπαρ ξίφος ὁ αὐτ. Φοίν. 1421· τὰ γόνατα ἐκτ. Ἀριστοφ. Σφ. 1212· ἐκτ. τὰ σκέλη Ξεν. Ἀν. 5. 8, 14· ἐκτ. νέκυν (πρβλ. ἐκτανύω) Εὐρ. Ἰππ. 786· ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ’ ἔπος, θά σε «ἐξαπλώσῃ», θά σε καταβάλῃ, ὁ αὐτ. Μήδ. 585. ― Παθ., ἐξαπλώνομαι, ἐπὶ κοιμωμένου, Σοφ. Φ. 858· καὶ ἐκταθεὶς ὡς ὁ Ὀδυσσεὺς ἀφικέσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα Ξεν. Ἀν. 5. 1, 2, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Valck. ἐν Φοιν. 1691· ἐπὶ τόπου, ἐκτείνομαι μέχρι..., Ξεν. Πόροι 4. 3, Διον. Π. 40. 2) ἁπλώνω δίκτυον, Αἰσχύλ. Χο. 983· ἐκτείνω τὴν γραμμὴν φάλαγγος, Εὐρ. Ἡρακλ. 801· λαὸν ἐκτείνοντ’ ἄνω, δηλ. ἐκτείνοντα ἑαυτόν, ὁ αὐτ. Ἱκ. 654, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 19. ― Παθ., ἐκτείνομαι, γίνομαι λεῖος, ὡς ἂν... μέτωπον ἐκταθῇ χαρᾷ, ἰανθῇ, διαχυθῇ, Σοφ. Ἀποσπ. 768. ΙΙ. ἐπιμηκύνω, ἐπεκτείνω, πλεῦνα λόγον Ἡρόδ. 7. 51· φροίμιον θεοῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 829, πρβλ. 916· ἐκτ. μῆκος λόγου ὁ αὐτ. Εὐμ. 201· μείζονα λόγον Σοφ. Τρ. 679, κτλ. βίον Εὐρ. Ἱκ. 1109· τοὺς περιπάτους Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5. ― Παθ., λόγος ἐκταθεὶς Πλάτ. Νόμ. 887Α· ἐπὶ χρόνου, πολὺς ἐκτέταται χρόνος Σοφ. Αἴ. 1402. ΙΙΙ. ἐλαύνω συντόνως, προθύμως ἐκτείνων τὸν ἵππον, πρβλ. τὸ Γαλλ. ventre à terre, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5· ἐκτ. πάντα κάλων (ἴδε ἐν λ. κάλως)· πᾶσαν προθυμίην ἐκτ., ποιεῖν ὅ,τι εἶναι δυνατόν, Ἡρόδ. 7. 10· θυμὸν Ἀνδοκ. 27. 25· ― μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., ἐκπλήττομαι, ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα Σοφ. Ο. Τ. 153. IV. τρέπω βραχεῖαν συλλαβὴν εἰς μακράν, Γραμμ. ― Πρβλ. ἐκτανύω.

French (Bailly abrégé)

1 étendre, tendre : τὴν χεῖρα ESCHL la main ; τὰ σκέλη XÉN les jambes;
2 étendre sur le sol ou sur une surface : νέκυν EUR étendre un mort ; παῖδας ἐπὶ πύρην HDT étendre des enfants sur un bûcher ; Pass. s’étendre;
3 tendre avec effort : ἵππον XÉN lancer un cheval ventre à terre ; fig. πᾶσαν προθυμίην HDT déployer tout son bon vouloir ; Pass. ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα SOPH mon esprit est tendu par la crainte;
4 étendre, développer, déployer : στράτευμα XÉN une armée ; πλεῦνα λόγον HDT, μείζονα λόγον SOPH développer plus longuement un discours ; πολὺς ἐκτέταται χρόνος SOPH un long temps s’est écoulé.
Étymologie: ἐκ, τείνω.