κόσμιος

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόσμιος Medium diacritics: κόσμιος Low diacritics: κόσμιος Capitals: ΚΟΣΜΙΟΣ
Transliteration A: kósmios Transliteration B: kosmios Transliteration C: kosmios Beta Code: ko/smios

English (LSJ)

α, ον, (-ος, ον, Gal.16.606, Sor.1.3),

   A well-ordered, regular, moderate, δαπάνη Pl.R.56od; οἴκησις Id.Criti.112 c; κόσμιόν ἐστι, c. inf., is a regular practice, Ar.Pl.565.    2 of persons, orderly, well-behaved, δίκαιοι καὶ σοφοὶ καὶ κ. ib.89; κ. καὶ σώφρων Lys.21.19; κ. καὶ εὔκολοι Pl.R.329 d; κ. καὶ φρόνιμος ψυχή Id.Phd.108 a; χρηστὸς εἶ καὶ κ. Nicopho 16; ἥτις ἐστὶ κοσμία γυνή Anaxandr.56, cf. Arist.Pol.1277b23; κ. ἐν διαίτῃ Pl. R.408 b; πρὸς τοὺς θεούς Id.Smp.193 a; οἱ κοσμιώτατοι φύσει Id.R. 564 e; of a patient, quiet, Hp.Acut.65: freq. in Oratt., of honest, orderly citizens, Lys.26.3, etc.; τοὺς πολίτας -ιωτέρους ποιεῖν Isoc.20.18; modest, ὁμιλία X.Mem.3.11.14 (Sup.); τὸ κ. decency, order, S.El. 872, Pl.Lg.802 e. Adv. κοσμίως regularly, decently, Ar.Pl.709, 978, al.; κ. ἔχειν Pl.Phd.68 c; κ. ἥκομεν as befits us, Id.Sph.216 a; κ. βιοῦν Lys.3.6: Comp. -ιώτερον, βεβιωκέναι Isoc.15.162: Sup. -ώτατα, τὰς συμφορὰς φέρειν Lys.3.4.    II Subst. κόσμιος, ὁ, (κόσμος IV) = κοσμοπολίτης, Plu.2.600 f, Arr.Epict.1.9.1.

German (Pape)

[Seite 1491] ordentlich, im geregelten, ordentlichen Zustande; bes. in sittlicher Beziehung, ruhig u. mäßig, in Bezug auf Begierden u. Leidenschaften, sittsam, ehrbar; Ar. Plut. 89 vrbdt δικαίους καὶ σοφοὺς καὶ κοσμίους; Plat. κόσμιοι καὶ εὔκολοι, Rep. I, 329 d; πρὸς τοὺς θεούς Conv. 193 a; ἡ κοσμία τε καὶ φρόνιμος ψυχή Phaed. 108 a; ἄνδρας κοσμίους ἐν διαίτῃ Rep. III, 408 a; κοσμία δαπάνη, δίαιτα, VIII, 560 d Epist. VII, 340 e; οἴκησις Critia. 112 c. Bei den Rednern oft als Lob eines guten, ehrbaren Bürgers, Lys. 1, 26. 7, 41. 22, 19; δικαίας καὶ κοσμίας ἐπιθυμῶν πολιτείας Isocr. 7, 70; κόσμιοι στρατιῶται καὶ πειθόμενοι Xen. An. 6, 6, 32; ὁμιλία, keuscher, ehrbarer Umgang, Hem. 3, 11, 14. – Τὸ κόσμιον, Ehrbarkeit, Anstand, Plat. Legg. VII, 802 e; vgl. Soph. τὸ κόσμιον μεθεῖσα, El. 860. S. das Vor. – Adv. κοσμίως; Ar. Plut. 709. 978; κοσμίως ζῆν, im Ggstz von ἀτάκτως, ordentlich leben, Isocr. 2, 31; κοσμίως πάντα πράττειν καὶ ἡσυχῇ Plat. Charm. 159 b; βαδίζειν Luc. Hermot. 18. – Bei Plut. de exil. 5 = Weltbürger, κοσμοπολίτης.

Greek (Liddell-Scott)

κόσμιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, (κόσμος) καλῶς διατεταγμένος, κανονικός, μέτριος, δαπάνη Πλάτ. Πολ. 560D· οἴκησις ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 112C· ― κόσμιόν ἐστι, μετ᾿ ἀπαρεμφ., εἶναι κανονικὴ συνήθεια, Ἀριστοφ. Πλ. 565. 2) ἐπὶ προσώπων, τακτικός, καλῶς διάγων, φρόνιμος, δίκαιοι καὶ σοφοὶ καὶ κόσμιοι Ἀριστοφ. Πλ. 89· κόσμιος καὶ σώφρων Λυσ. 163. 22· κόσμιος καὶ εὔκολος Πλάτ. Πολ. 329D· κ. καὶ φρόνιμος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 108Α· χρηστὸς εἶ καὶ κ. Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 3· ἥτις ἐστὶ κοσμία γυνὴ Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 17· κ. ἐν διαίτῃ Πλάτ. Πολ. 408Α· πρὸς τοὺς θεοὺς ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 193Α· οἱ κοσμιώτατοι φύσει ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 564Ε· ― ἐπὶ νοσοῦντος, ἥσυχος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ― συχνὸν παρὰ τοῖς Ρήτορσιν ἐπὶ πολιτῶν τιμίων καὶ φιλησύχων, Λυσ. 175. 22, κτλ.· τοὺς πολίτας κοσμιωτέρους ποιεῖν Ἰσοκρ. 398C· ― ὡσαύτως, μετριόφρων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 14· ― τὸ κόσμιον, decorum, κοσμιότης εὐπρέπεια, τάξις, Σοφ. Ἠλ. 872, Πλάτ. Νόμ. 802Ε· ― οὕτως Ἐπίρρ. κοσμίως, εὐπρεπῶς, προσηκόντως, Ἀριστοφ. Πλ. 709, 978, κ. ἀλλ.· κ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 68C· κ. ἥκομεν, ὡς ἁρμόζει εἰς ἡμᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 216Α· κ. βιοῦν Λυσίας 97. 2· Συγκρ., κοσμιώτερον βεβιωκέναι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 174· Ὑπερθ. -ώτατα Λυσ. 96. 39 ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. κόσμιος, ὁ, = κοσμικός, κοσμοπολίτης, Πλούτ. 2. 600F. 2) ἴδε κόσμος ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
I. qui est en bon ordre, bien ordonné, bien réglé :
1 au mor. prudent, sage, décent, convenable, de mœurs bien réglées, honnête;
2 qui s’acquitte régulièrement de ses devoirs ; en parl. de citoyens régulier;
3 décent, modeste : τὸ κόσμιον SOPH décence, modestie;
II. qui erre ou vit à travers le monde, citoyen du monde entier;
Cp. κοσμιώτερος, Sp. κοσμιώτατος.
Étymologie: κόσμος.