ἀσχαλάω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
only pres. (exc. fut.
A -ήσω Thal. ap. D.L.1.44), 3sg. ἀσχαλάᾳ Il.2.293; 3pl. ἀσχαλόωσι 24.403; inf. ἀσχαλάαν 2.297; part. ἀσχαλόων 22.412; imper. ἀσχάλα Archil.66.6; inf. ἀσχαλᾶν E.IA 920:—more freq. ἀσχάλλω, once in Hom. ἀσχάλλῃς Od.2.193, cf. S.OT937, E.Or.785, and so always in Prose, X.Eq.10.6, D.21.125, Onos.1.17, Eus.Mynd.6: impf. ἤσχαλλον Hes.Fr.76.3, Hdt.3.152, 9.117; imper. ἄσχαλλε Thgn.219: 3sg. fut. ἀσχᾰλεῖ (prob. for -αλᾷ) A.Pr.764:—to be distressed, grieved, abs., ἀσχαλάαν παρὰ νηυσί Il.2.297, cf. 22.412, etc.: the cause of distress is added by Hom. either in part., μένων ἀσχαλάᾳ Il.2.293, cf. Od.1.304; ἥν κε (sc. θωὴν) τίνων ἀσχάλλῃς 2.193: or in gen., ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων is vexed because of... 19.159; κτήσιος ἀσχαλόων τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί ib.534: later in dat., ἀ. τινί at a thing, Archil. l. c., A.Pr.764, E.IA920; ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν D. l.c., cf. Ph.2.521; πρός τι Longus3.8: c. acc., θάνατον ἀ. πατρῷον E.Or.785.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχᾰλάω: ἐν χρήσει μόνο κατ’ ἐνεστώτα, οὑ ὁ Ὅμηρ. ἔχει τοὺς ἑξῆς ἀνωμάλους σχηματισμούς, γ΄ ἑν. ἀσχαλάᾳ, γ΄ πλ. ἀσχαλόωσι, ἀπαρ. ἀσχαλάαν, μετοχ. ἀσχαλόων: προστ. ἀσχάλα Ἀρχίλ. 60· ὁ τύπος ἀσχάλλω ἀπαντᾷ ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ (ἀσχάλῃς) Ὀδ. Β. 193), καὶ τοῦτον τὸν τύπον μεταχειρίζονται πρὸ πάντων οἱ Τραγ. (ὁ Εὐρ. ἐν Ι. Α. 920 ἔχει ἀσχαλᾶν, πρβλ. συνασχαλάω), ἀλλ’ εἶναι σπάνιον τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ Ξεν. Ἱππ. 10. 6, Δημ. 555. 26: παρατατ. ἤσχαλλον Ἡσ. Ἀποσπ. 37 (67), Ἡρόδ. 3. 152., 9. 117· προστ. ἄσχαλλε Θέογν. 219· γ΄ ἑν. μέλλ.· ἀσχᾰλεῖ (κατὰ τὸν Λ. Δινδόρφ. ἀντὶ ἀσχαλᾷ) Αἰσχύλ. Πρ. 764, πρβλ. 161, 243. Λυποῦμαι, ἀδημονῶ, θλίβομαι, ἀπολ., ἀσχαλάαν παρὰ νηυσὶ Ἰλ. Β. 297, πρβλ. Χ. 412, κτλ.· τὴν δὲ αἰτίαν τῆς θλίψεως ἐκφέρει ὁ Ὅμ. ἢ μετὰ μετοχ., μένων ἀσχαλάᾳ Ἰλ. Β. 293 πρβλ. Ὀδ. Α. 304· ἥν κε (ἐνν. θωὴν) τίνων ἀσχάλλῃς Β. 193· ἢ μετὰ γεν., ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων, στενοχωρεῖται, ἀδημονεῖ ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι..., Τ. 159· κτήσιος ἀσχαλόων, τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοὶ αὐτόθι 534· μετέπειτα μετὰ δοτ., ἀσχ. τινὶ Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Πρ. 764, Εὐρ. Ι. Α. 920· ὡσαύτως, ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρός τι Λόγγος 3. 8· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἀσχάλλειν θάνατον Εὐρ. Ὀρ. 785.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et fut. ἀσχαλήσω;
se fâcher, être fâché, être irrité de, gén. ou dat. ; avec un part. : ἀσχαλόωσι épq. μένοντες OD ils s’irritent de rester.
Étymologie: DELG prob. de *ἄσχαλος, de ἀ et de ἔχω, « qui ne peut supporter, qui ne peut se retenir », avec suff. -αλος.
English (Autenrieth)
be impatient, vexed, fret; with causal gen. (Od. 19.159, 534), also with part., Od. 1.304, Od. 2.193 ; γέροντα μαγις ἔχον ἀσχαλόωντό, ‘beside himself’ with grief, Il. 22.412.