ὁμαρτέω

Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

Il.24.438, E.Ba.923 ; Aeol. imper.

   A ὐμάρτη Theoc.28.3: impf. ὡμάρτουν S.OC1647 ; Ion. -ευν A.R.1.579, Theoc.2.73 ; Ep. 3dual ὁμαρτήτην, v. ὁμαρτήδην : fut. -ήσω Hes.Op.196, E.Ph.1616 : aor. ὡμάρτησα Coluth.25 ; opt. ὁμαρτήσειεν, etc., Od.13.87, al. : aor. 2 ὅμαρτεν Orph.A.511 ; act together, at the same moment, τὸν δ' Αἴας καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσανθ' ὁ μὲν ἰῷ βεβλήκει, Αἴας δὲ . . νύξεν Il.12.400 ; ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ' ἄμφω Od.21.188.    2 accompany, ἐν νηΐ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων Il.24.438 ; οὐδέ κεν ἴρηξ κίρκος ὁμαρτήσειεν could not keep pace, keep up with the ship, Od.13.87.    3 c. dat., walk beside, accompany, τινι Hes.Op.196,676, Th.201 ; ὁ. σύν τινι S.OC1647 ; πρός τινα Call.Cer.129 ; also, pursue, chase, A.Eu.338(lyr.) : abs., Id.Pr.678.    4 of things, attend, διθύραμβος ὁ. Διονύσῳ Id.Fr.355 ; τῷ γήρᾳ φιλεῖ χὠ νοῦς ὁμαρτεῖν S.Fr. 260 : abs., supervene, Hp.Morb.2.61, cf. A.Th.1027.—Poet. Verb, used once by Hp. l. c. ; cf. ἁμαρτέω.

German (Pape)

[Seite 329] zusammentreffen, sowohl im feindlichen Sinne, von zwei Kämpfern, zusammengerathen, ὁμαρτήτην (s. ὁμαρτήδην) Il. 13, 584, als auch, häufiger, im freundlichen Sinne, zusammen, in Uebereinstimmung handeln, 12, 400; bes. zusammengehen, ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ' ἄμφω, Od. 21, 188, sie gingen zusammen, vgl. Il. 24, 438; daher auch gleichen Schritt halten, gleich schnell sein, folgen können, οὐδέ κεν ἴρηξ κίρκος ὁμαρτήσειεν, Od. 13, 87. – Begleiten, folgen, womit verbunden sein, τινί, Hes. O. 198. 678 Th. 201; Soph. O. C. 1643; Eur. Ion 1151; Aesch. Spt. 1013 Eum. 323; ἄκρατος ὀργὴν Ἄργος ὡμάρτει, Prom. 681, verfolgen; τίς ἡγεμών μοι ποδὸς ὁμαρτήσει τυφλοῦ, Eur. Phoen. 1610; einzeln bei sp. D., wie Coluth. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαρτέω: Ἰλ. Ω 438, Εὐρ. Βάκχ. 923· Δωρ. προστ. ὁμάρτη, Θεόκρ. 28, 3 ἐκ τῆς ἐκδ. τοῦ Ald.· παρατ. ὡμάρτουν Σοφ. Ο. Κ. 1647, Ἰων. -ευν, Ἀπολλ. Ρόδ., Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. ὁμαρτήτην (ἴδε κατωτ.): μέλλ. -ήσω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 196, Εὐρ. Φοίν. 1616: ἀόρ. ὡμάρτησα Ὅμ., κτλ.: ἀόρ. β΄ ὅμαρτεν Ὀρφ. Ἀργ. 513. (Ἐκ τοῦ ὁμός, ὁμοῦ καὶ τῆς √ΑΡ, ἴδε ἀρτύω, *ἄρω· ἐντεῦθεν καὶ ὁμαρτῇ). Συναντῶ, 1) ἐν ἐχθρικῇ σημασίᾳ, συναντῶμαι ἐν πολέμῳ, ἐν τῇ μάχῃ, ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, τὼ δ’ ἄρ’ ὁμαρτήτην Ἰλ. Ν. 584· ἀλλ’ ὁ Ἀρίσταρχ. ἀναγινώσκει ὁμαρτήδην Ἐπίρρ., = ὁμαρτῇ, ἀμφότεροι ὁμοῦ. 2) περιπατῶ ὁμοῦ, συνοδεύω, ἐν νηὶ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων Ἰλ. Ω. 438 βῆσαν ὁμαρτήσαντες, ἐβάδισαν ὁμοῦ, Ὀδ. Φ. 188· οὐδέ κεν ἵρηξ κίρκος ὁμαρτήσειε, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ προφθάσῃ νὰ πηγαίνῃ ὁμοῦ (μὲ τὸ πλοῖον), Ν. 87. 3) μετὰ δοτ., ἐπέρχομαι μετά τινος, ὁμαρτήσας Διὸς ὄμβρῳ, ἐπελθὼν σὺν Διὸς ὄμβρῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 674, Θεογ. 201, καὶ Τραγ.· ὡσαύτως, ὁμ. σύν τινι Σοφ. Ο. Κ. 1647· πρός τινα Καλλ. εἰς Δήμ. 129· - ὡσαύτως, παρακολουθῶ, διώκω, Αἰσχύλ. Πρ. 678, πρβλ. Εὐμ. 339. 4) ἐπὶ πραγμάτων, παρέπομαι, παρακολουθῶ, διθύραμβος ὁμ. Διονύσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 392· τῷ γήρᾳ φιλεῖ χὠ νοῦς ὁμαρτεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 238· - ἀπολ., Ἱππ. 483. 8, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Μ. 400, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μετ’ αἰτ., καταδιώκω, προσβάλλω ἀπὸ κοινοῦ, τὸν δ’ Αἴας καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσαντο. - Ποιητ. ῥῆμα, ἅπαξ ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὁμαρτήσω, ao. ὡμάρτησα, pf. inus.
propr. s’ajuster ensemble, càd :
1 aller ensemble ; accompagner, suivre : τινι ou σύν τινι, qqn;
2 avec idée d’hostilité se mesurer avec, en venir aux mains;
Moy. ὁμαρτέομαι-οῦμαι (ao. 3ᵉ pl. poét. ὁμαρτήσαντο) attaquer, acc..
Étymologie: ὁμός, *ἀρτός, adj. verb. de ἄρω.

English (Autenrieth)

(ὁμός, root ἀρ), part. ὁμαρτέων, aor. opt. ὁμαρτήσειεν, part. ὁμαρτήσᾶς: accompany or attend, keep pace with, meet, encounter, Il. 24.438, Od. 13.87, Il. 12.400.