Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πληγή

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληγή Medium diacritics: πληγή Low diacritics: πληγή Capitals: ΠΛΗΓΗ
Transliteration A: plēgḗ Transliteration B: plēgē Transliteration C: pligi Beta Code: plhgh/

English (LSJ)

Dor. πλᾱγά, ἡ, (πλήσσω)

   A blow, stroke, πεπληγὼν πληγῇσιν Il.2.264, etc.; πᾶν ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται Heraclit.11, cf. Pl.Criti. 109b, Erasistr. ap. Ps.-Dsc.Ther.18; ἡ π. τοῦ τραύματος Pl.Lg.877b: freq. joined with Verbs of cogn. signf., πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag.1343; τύπτει τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί Ar.Ra.636; τύπτεσθαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι ν πληγάς Lexap.Aeschin.1.139; πολλὰς πληγὰς μαστιγούσθω Pl.Lg.914b (but in such phrases πληγήν or πληγάς is freq. omitted, τρίτην ἐπενδίδωμι A.Ag.1386; τυπτόμενος πολλάς Ar. Nu.972, cf. D.19.197; ὀλίγας παῖσαι X.An.5.8.12; μαστιγωθεὶς ὁπόσας ἂν δόξῃ τοῖς δικασταῖς Pl.Lg.854d, cf. 879e, 2 Ep.Cor.11.24): the person struck is said πληγὰς λαβεῖν, Ar.Ra.673; ὑπὸ τῶν ῥαβδούχων Th.5.50, etc.; πληγῶν δεῖσθαι Ar.Nu.493; πληγὴν ἔχω Anaxandr.72; ὑπὸ τὴν π. τοῦ ἀκοντίου ὑπελθεῖν Antipho3.4.4; καιρίῃ (sc. πληγῇ) τετύφθαι Hdt.3.64; πληγὰς ὑπομένειν Aristopho 4.6; εἰληφέναι καὶ δεδωκέναι πληγάς D.54.14; π. ἐμβαλεῖν, ἐντείνειν τινί, X.An.1.5.11, 2.4.11, etc.; πατάξαι Pl.Grg.527d; ἐντρίβειν τινί Luc.Ind.25, cf. Somn.14; προστρίβεσθαι Ar.Eq.5; τὰς ἐξ ἀνθρώπων πληγὰς μαστιγοῦν τινα Aeschin.1.59; πληγὴν ἐπὶ πληγῇ φέρειν Plb.2.33.6; π. παρὰ πληγήν Ar.Ra.643; πληγαῖς ζημιοῦν, κολάζειν, Th.8.74, Pl.Lg.762c, etc.; δίκη ὕβρεως ἢ πληγῶν PHal.1.115 (iii B.C.); πληγῆς ἄρχειν strike the first blow, Antipho 4.2.2; τὰς π. στέγειν, of the shell of a tortoise, Ar.V.1295.    2 stroke by lightning, Hes.Th.857 (pl.); πλαγαὶ σιδάρου strokes of axe or sword, Pi.P.4.246, O.10(11).37; κλυδωνίου . . πληγαῖς A.Th.796; στέρνων πλαγαί beating of breasts, S.El. 90 (anap.); π. τῶν ὀδόντων strokes from boars' tusks, X.Cyn.10.5; spearing of fish, Pl.Lg.824 (pl.); of pig-sticking, οἱ κάπροι οἱ πρὸς τὴν π . . . ὠθούμενοι Id.Euthd.294d: in sg., fight with clubs, Hdt.2.63.    3 stroke or impression on the ears or eyes, Pl.Ti.67b, Plu. 2.490c, etc.; αἱ νοήσεις τύποι ἔσονται· εἰ δὲ τοῦτο, καὶ ἐπακτοὶ καὶ πληγαί Plot.5.5.1.    4 impact of bodies, atoms, etc., Archyt.1, Epicur.Fr.308, Placit.1.4.2, Plot.3.6.19.    5 beat of the pulse, Gal.9.464.    6 metaph., blow, stroke of calamity, esp. in war, ἐν μιᾷ π. κατέφθαρται . . ὄλβος A.Pers.251, cf. Hell.Oxy.16.2; ἐν πληγαῖς ὄντες ibid.; πληγὴν ὑπήνεγκεν ἡ πόλις Arist.Pol.1270a33; πληγῇ περιπεπτωκέναι Plb.14.9.6; πληγαὶ βιότου A.Eu.933 (anap.); π. Διός α heaven-sent plague, Id.Ag.367 (lyr.), S.Aj.137 (anap.); μὴ 'κ θεοῦ π. τις ἥκει ib.279; δμαθέντες πλαγαῖσι ποντίαισιν A.Pers. 908 (lyr.); of the ten plagues of Egypt, J.BJ5.9.4.

German (Pape)

[Seite 631] ἡ, Schlag, Hieb, Stoß, Wunde; πληγὴ ἐκ χειρός, Ggstz von ἀκόντισμα, Plut. Timol. 4; Hom. πληγῆς ἀΐοντες, von den Pferden, dem Peitschenschlage folgend, Il. 11, 532; θεοῦ πληγῇ δαμασθείς 16, 816; καί σε πληγῇσιν ἱμάσσω, 15, 17; πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων, Od. 17, 283; von den Schlägen des Blitzstrahls, Hes. Th. 857; πλαγαὶ σιδάρου, Pind. P. 4, 246, beim Zimmern des Schiffes, vgl. Ol. 11, 38; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος, N. 3, 17; διανταίαν λέγεις πλαγάν, Aesch. Spt. 876; στονόεσσα πλαγά, Pers. 1010, u. öfter von Schlägen des Unglücks, wie Soph. σὲ δ' ὅταν Διὸς πληγὴ ἐπιβῇ, Ai. 137, vgl. 272; Eur. oft; εἰ ἐτελεύτησεν ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος, Plat. Legg. IX, 877 b; οἱ κάπροι οἱ πρὸς τὴν πληγὴν ὁμόσε ὠθούμενοι, Euthyd. 294 d; πληγαῖς δοῦναι, Rep. IX, 574 c; πολλὰς πληγὰς μαστιγούσθω, Legg. XI, 914 b; Folgende; περιπεσὼν βιαίοις, πληγαῖς, Pol. 3, 116, 9; auch = Niederlage, τηλικαύτῃ πληγῇ περιπεπτωκότες, 14, 9, 6, vgl. 1, 15, 2; Plut. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πληγή: Δωρ. πλᾱγά, ἡ, (√ΠΛΑΓ, πλήσσω)· ― κτύπημα, Λατ. plāga, κυρίως διὰ ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, Ὅμ., κλπ., ἡ πλ. τοῦ τραύματος Πλάτ. Νόμ. 877Β. ― Φράσεις: συχνάκις συνάπτεται μετὰ ῥημάτων σύστοιχον σημασίαν ἐχόντων, πληγὴν πέπληγμαι καιρίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1343· τύπτει τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 636· τύπτεσθαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι νϳ πληγὰς Αἰσχίν. 19. 30· πολλὰς πληγὰς μαστιγοῦσθαι Πλάτ. Νόμ. 914 Β. ξαίνειν τινὰ κατὰ τοῦ νότου π. Δημ. 403. 4· ἀλλ’ ἐν τοιαύταις φράσεσι συνήθως ἡ αἰτ. πληγὴν ἢ πληγὰς παραλείπεται, καιρίην τετύφθαι (κοινῶς καιρίῃ) Ἡρόδ. 3. 64· τρίτην ἐπενδίδωμι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1395· πολλὰς τυπτόμενος Ἀριστοφ. Νεφ. 972, πρβ. Δημ. 403. 4· ὀλίγας παίειν Ξεν. Ἀν. 5. 8, 12· μαστιγωθεὶς ὁπόσας ἂν δόξῃ Πλάτ. Νόμ. 854D, πρβλ. 879Ε· ― ἐπὶ τοῦ τυπτομένου προσώπου λέγεται πληγὰς λαβεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 674· ὑπὸ τῶν ῥαβδούχων Θουκ. 5. 50. κτλ.· πληγῶν δεῖσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 493· πληγὰς ἔχειν· Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 53· ὑπὸ πληγῆς ὑπελθεῖν Ἀντιφῶν 124. 20· πληγὰς ὑπομένειν Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1. 6· ― ἐπὶ δὲ τοῦ τύπτοντος πληγὰς δοῦναι, Δημ. 1261. 20· ἐμβάλειν, ἐντείνειν τινὶ Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11., 2. 4, 11, κτλ.· πατάσσειν Πλάτ. Γοργ. 527D· ἐντρίβειν τινὶ Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 25, πρβ. Ἐνύπν. 14· προστρίβεσθαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 5· πληγὰς μαστιγοῦν τινα Αἰσχίν. 10 12· πληγὴν ἐπὶ πληγῇ φέρειν Πολύβ. 2. 33, 6· πλ. παρὰ πληγὴν Ἀριστοφ. Βάτρ. 643· πληγαῖς ζημιοῦν, κολάζειν Θουκ. 8. 74, Πλάτ. κτλ.· πληγῆς ἄρχω, δίδω τὸ πρῶτον κτύπημα, Ἀντιφῶν 126. 9· ― ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης λέγεται πληγὰς στέγειν, Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1295. 2) ἐπὶ ἰδιαιτέρων κτυπημάτων: κτύπημα διὰ κεραυνοῦ, Ἡσ. Θεογ. 857· πλαγαὶ σιδάρου, κτύπημα πελέκεως ἢ ξίφους, Πινδ. Π. 4. 437, Ο. 11. (10). 45· κλυδωνίου... πληγαῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 796· στέρνων πλαγαί, κτυπήματα τοῦ στήθους, Σοφ. Ἠλ. 90· πλ. τῶν ὀδόντων, κτυπήματα τῶν χαυλιοδόντων κάπρου, Ξεν. Κυν. 10, 5· ― ὡσαύτως, μάχη διὰ κορυνῶν, Ἡρόδ. 2. 64. 3) ἦχος κτυπήματος διαδιδόμενος διὰ τῶν ὤτων εἰς τὴν ψυχήν, Πλάτ. Τίμ. 67Β· ἐπὶ τῆς ὁράσεως, ὀφθαλμιῶντες οἰόμεθα δεῖν ἀποστρέφειν ἐπὶ τὰ μὴ ποιοῦντα πληγὴν μηδὲ ἀντιτυπίαν χρώματα καὶ σώματα τὴν ὄψιν Πλούτ. 2. 490C. κτλ. 4) μεταφορ., κτύπημα δυστυχίας, μάλιστα ἐν πολέμῳ, ἐν μιᾷ πλ. κατέφθαρται... ὄλβος Αἰσχύλ. Πέρσ. 251, πρβ. 908, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 16· συμφορά, πληγαὶ βιότου Αἰσχύλ. Εὐμ. 933· πλ. θεοῦ, θεόπεμπτος συμφορά, Σοφ. Αἴ. 137, 279, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 367.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. coup :
1 au propre en gén. coup de la main ; coup d’une arme (épée, lance, etc.);
2 p. anal. αἱ πληγαί battements de la respiration ; impression qui frappe les sens (le toucher, la vue, etc.) ; fig. coup du sort, malheur, affliction, désastre ; particul. échec à la guerre, défaite, revers;
II. p. ext. échange de coups, combat à coups de bâton.
Étymologie: R. Πλαγ, frapper ; cf. πλήσσω, lat. plaga.

English (Autenrieth)

(πλήσσω): blow, stroke, from a stick, a whip, a thong, Il. 15.17, Od. 4.244 ; Διός, the lightning-stroke, Il. 14.414.