παρθένος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
Lacon. παρσένος Ar.Lys.1263 (lyr.). ἡ,
A maiden, girl, Il.22.127, etc. ; αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί my unhappy girls, S.OT1462, cf. Ar.Eq.1302 ; also γυνὴ παρθένος Hes. Th.514; π. κόρα, of the Sphinx, dub. in E.Ph.1730 (lyr.); θυγάτηρ π. X.Cyr.4.6.9 ; of Persephone, E. Hel.1342 (lyr.), cf. S.Fr.804; virgin, opp. γυνή, Id.Tr.148, Theoc.27.65. 2 of unmarried women who are not virgins, Il.2.514, Pi.P.3.34, S.Tr.1219, Ar.Nu.530. 3 Παρθένος, ἡ, the Virgin Goddess, as a title of Athena at Athens, Paus.5.11.10, 10.34.8 (hence of an Att. coin bearing her head, E.Fr.675); of Artemis, E.Hipp.17 ; of the Tauric Iphigenia, Hdt.4.103 ; of an unnamed goddess, SIG46.3 (Halic., v B.C.), IG12.108.48,54 (Neapolis in Thrace); αἱ ἱεραὶ π., of the Vestal Virgins, D.H.1.69, Plu.2.89e, etc. ; αἱ Ἑστιάδες π. Id.Cic.19; simply, αἱ π. D.H.2.66. 4 the constellation Virgo, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.5, Arat.97, etc. 5 = κόρη 111, pupil, X.ap.Longin.4.4, Aret. SD1.7. II as Adj., maiden, chaste, παρθένον ψυχὴν ἔχων E.Hipp. 1006, cf. Porph. Marc.33 ; μίτρη π. Epigr.Gr.319 : metaph., π. πηγή A.Pers.613. III as masc., παρθένος, ὁ, unmarried man, Apoc.14.4. IV π. γῆ Samian earth (cf. παρθένιος 111), PMag.Berol.2.57.
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, 1) Jungfrau, Mädchen; Il. 2, 514; ἅτε παρθένος ἠΐθεός τε, 22, 127; Her. u. Tragg., ἕως τις ἀντὶ παρθένου γυνὴ κληθῇ, Soph. Trach. 148, τὰς ἀεὶ παρθένους σεμνὰς Ἐρινῦς, Ai. 835; u. in Att. Prosa, Plat. Legg. VIII, 834 d Xen. Cyr. 4, 6, 9; jedes jugendliche Frauenzimmer, Il. 2, 514; vgl. Schäf. Soph. Trach. 1221. – 2) adj., = παρθένιος, jungfräulich; γυνὴ παρθένος, Hes. Th. 514; παρθένου κόρας αἴνιγμα, Eur. Phoen. 1721, von der Sphinx; θυγάτηρ, Xen. Cyr. 4, 6, 9 Mem. 1, 5, 2; übertr., τριήρεις, Ar. Equ. 1302, πρωτόπλοοι, μήπω πλεύσασαι, noch nicht gebrauchte Schiffe; übh. rein, πηγή, Aesch. Pers. 615; vgl. Valck. zu Eur. Hipp. 1005 u. Schäf. Schol. Ap. Rh. 4, 269. – Nach Poll. 9, 75 eine athenische Münze (= κόρη, mit dem Bilde der Pallas). – Als masc. der unverheirathete Mann, Junggeselle, Sp., bes. K. S.; vgl. Jac. A. P. p. 15. – Wie κόρη von der Pupille im Auge, Xen. nach Longin. de subl. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παρθένος: Λακων. παρσένος (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, κόρη ἄγαμος, κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ ὡσαύτως γυνὴ παρθένος Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. θυγάτηρ Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- καθόλου, κοράσιον (μήπω εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γυνή, Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐπὶ γυναικῶν καθόλου, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ (ἐντεῦθεν, νόμισμα Ἀθηναϊκὸν ἔχον τύπωμα κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, ὅταν φέρῃς πολλάς» Πολυδ. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ ὡσαύτως, αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ ἁπλῶς, αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= κόρη ΙΙΙ, ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., παρθενικός, ἁγνός, παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. παρθένιος ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. παρθένος, ὁ, ἀνὴρ ἄγαμος, Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. (Ἡ ῥίζα ἄγνωστος).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C τὸ τάγμα τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ παρθένος, ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. vierge, particul.
1 jeune fille;
2 en gén. fille non mariée;
3 jeune femme non mariée;
4 qui est comme une jeune fille, vierge, pur, intact en parl. de choses;
II. p. anal. la statue d’Athéna, à Athènes.
Étymologie: DELG étym. énigmatique, car il n’y a pas de mot i.-e. de la vierge ; il y a bien entendu des théories pélasgiques, en évoquant πόρτις.
English (Autenrieth)
English (Slater)
παρθένος (-ος, -ου, -οιο coni., -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)
1 unmarried girl ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Hippodameia (O. 1.88) Ζεφυρία Λοκρὶς παρθένος (P. 2.19) ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.18) ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος Koronis (P. 3.34) ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ Cyrene (P. 9.6) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον i. e. his daughters (P. 9.113) παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν the daughter of Antaios (P. 9.122) παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.38) τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα (P. 10.59) ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν the Muses (I. 8.57) ἱστάμεναι χορὸν [[[ταχύ]]] ποδα παρθένοι (Pae. 2.100) ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα (Pae. 6.54) βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (Pae. 6.136) ] .. παρθ [έ] νῳ σὺν πομ [Πα. 7C. a. 4. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 7. as epith. of Artemis, ἰοχέαιρα παρθένος (P. 2.9) of Athene, κυάναιγις παρθένος (O. 13.71) παρ- θένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος (P. 12.19) of Hekate, φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77) of the Sphinx, αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων (Snell: παρθένου codd.) fr. 177d. frag., τὸ δὲ παρθε [ν ?fr. 333a. 12.
English (Slater)
παρθένος (-ος, -ου, -οιο coni., -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)
1 unmarried girl ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Hippodameia (O. 1.88) Ζεφυρία Λοκρὶς παρθένος (P. 2.19) ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.18) ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος Koronis (P. 3.34) ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ Cyrene (P. 9.6) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον i. e. his daughters (P. 9.113) παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν the daughter of Antaios (P. 9.122) παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.38) τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα (P. 10.59) ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν the Muses (I. 8.57) ἱστάμεναι χορὸν [[[ταχύ]]] ποδα παρθένοι (Pae. 2.100) ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα (Pae. 6.54) βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (Pae. 6.136) ] .. παρθ [έ] νῳ σὺν πομ [Πα. 7C. a. 4. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 7. as epith. of Artemis, ἰοχέαιρα παρθένος (P. 2.9) of Athene, κυάναιγις παρθένος (O. 13.71) παρ- θένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος (P. 12.19) of Hekate, φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77) of the Sphinx, αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων (Snell: παρθένου codd.) fr. 177d. frag., τὸ δὲ παρθε [ν ?fr. 333a. 12.