λέχος

From LSJ
Revision as of 13:04, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχος Medium diacritics: λέχος Low diacritics: λέχος Capitals: ΛΕΧΟΣ
Transliteration A: léchos Transliteration B: lechos Transliteration C: lechos Beta Code: le/xos

English (LSJ)

εος, τό, poet. Noun,

   A couch, bed, Il.1.609, al.: in Hom. freq. in pl., bedstead, Il.3.448, al.    2 bier, usu. in pl., 24.589, 702, IG Rom.4.507a25 (Pergam.), etc.    3 marriage-bed: and generally, marriage, ἐμὸν λ. ἀντιόωσαν Il.1.31; ὁμὸν λ. εἰσαναβαίνοι 8.291; λ. δ' ᾔ σχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Od.8.269, cf. 3.403; ἑτέρῳ λέχεϊ, i.e. in adultery, Pi.P.11.24; ἰὼ λ. καὶ στίβοι φιλάνορες A.Ag.411 (lyr.); τὸ σὸν λ. ξυνῆλθον S.Aj.491; λ. Ἡρακλεῖ . . ξυστᾶσα Id.Tr.27; κρύφιον ὡς ἔχοι λέχος ib.360; λέχους γὰρ . . ἁγνὸν δέμας (sc. ἐστί) E. Hipp.1003: freq. in pl., ἐκ λεχέων Pi.P.9.37; λεχέων Διὸς εὐνάτειρα A.Pr.895 (lyr.); τὰ νυμφικὰ λ. S.OT1243: ἱέμενοι λεχέων Id.Tr.514 (lyr.); γῆμαι μείζω λέχη make a great marriage, E.El.936; λ. τἀλλότρια ib.1089; μικρὰ μεγάλων ἀμείνω . . λέχη ib.1099: hence for the concrete, λ. νεώτερον younger spouse, Sapph.75; σὰ λέχεα thy spouse, E.El.481 (lyr.); ὤλεσας κεδνὸν λ. Id.Hipp.835: used by Com. in poet. or mock Trag. passages, λ. γαμήλιον Ar.Av.1758; κουρίδιον λ. Id.Pax844; παιδὶ συμμεῖξαι λ. Id.Th.891.    4 a bird's nest, A. Ag.50 (anap.), S.Ant.425.

German (Pape)

[Seite 36] τό, Lager, Bett, Bettstelle, bes. im plur., ἐν θαλάμῳ καὶ δινωτοῖς λεχέεσσιν, Il. 3, 391, παρὰ τρητοῖς λεχέεσσι, Od. 1, 440; λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν, 3, 403 u. oft, Ehebett, ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν, Il. 1, 31, ἥ κέν τοι ὁμὸν λέχος εἰσαναβαίνοι 8, 291, wie Hes. Th. 939 u. A.; λέχος δ' ᾔσχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Od. 8, 269, vgl. 7, 347. So auch Pind. ἑτέρῳ λέχεϊ δαμαζομένα, P. 11, 24, ἤλυθεν ἐς λέχος, 3, 99. Auch bei den Tragg. oft von der Ehe u. dem Beischlaf, λεχέων Διὸς εὐνάτειραν, Aesch. Prom. 897; λέχος Ἡρακλεῖ κριτὸν ξυστᾶσα, Soph. Tr. 27; ἐπὶ τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, Ai. 486; ὦ λέχη καὶ νυμφεῖ' ἐμά Tr. 916; oft auch bei Eur.; vgl. noch Ar. Pax 844 Thesm. 891. – Vom Neste der Vögel gebraucht es Aesch. Ag. 50, wie Soph. Ant. 421. – In Stellen, wie Eur. El. 477, ἄνακτα ἔκανες, Τυνδαρί, σὰ λέχεα, steht es geradezu für »Gatte«, vgl. Mel. 790. 980. – Auch das Todtenbett, auf welchem die Leiche zur Schau gestellt u. dann verbrannt wurde, λεχέων ἐπέθηκε, Il. 24, 589, κείμενον ἐν λεχέεσσιν, 702, vgl. 18, 233. 236. 21, 124, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

λέχος: -εος, τό, (√ΛΕΧ, λέγω Α) ποιητ. ὄνομα, ἀνάκλιντρον, κλίνη, στρωμνή, Ὅμ. κτλ.· συχν. ἐν τῷ πληθ. κυρίως πρὸς δήλωσιν τοῦ σκελετοῦ τῆς κλίνης ἐφ’ ἧς τίθεται ἡ στρωμνή, ἴδε ἐν λέξ. δινωτός, τρητός· πρβλ. εὐνή. 2) εἶδος νεκρικῆς κλίνης ἐφ’ ἧς κατετίθετο ὁ νεκρός, Ἰλ. Ω. 589, 702, κτλ. 3) ἡ γαμήλιος εὐνή, ἡ τοῦ ἔρωτος καὶ καθόλου ἡ συζυγικὴ κλίνη, ἐμὸν λ. ἀντιόωσαν Λ. 31· ἐμὸν λέχος εἰσαναβαίνοι Θ. 291· λέχος δ’ ἤσχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Ὀδ. Θ. 269, πρβλ. Γ. 403· ἑτέρῳ λέχεϊ, δηλ. ἐν μοιχείᾳ, Πινδ. Π. 11. 39, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 411· τὸ σὸν λ. ξυνῆλθον Σοφ. Αἴ. 491· λέχος Ἡρακλεῖ... ξυστᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 27· κρύφιον ὡς ἔχοι λέχος αὐτόθι 360· λέχους γάρ... ἁγνὸν δέμας (δηλ. ἐστί) Ἱππ. 1003, πρβλ. 835· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐκ λεχέων Πινδ. Π. 9. 64· λεχέων Διὸς εὐνάτειρα Αἰσχύλ. Πρ. 895· τὰ νυμφικὰ λ. Σοφ. Ο. Τ. 1243, πρβλ. Τρ. 514· ἐπίσημα γὰρ γήμαντι καὶ μείζω λέχη, ὅταν ἔλθῃ εἰς γάμον μετὰ γυναικὸς ἀνωτέρας ἑαυτοῦ κατὰ τὸ γένος ἢ τὸν πλοῦτον, Εὐρ. Ἠλ. 936· λ. ἀλλότρια αὐτόθι 1089· μικρὰ μεγάλων ἀμείνω... λέχη αὐτόθι 1099· - ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, σὰ λέχεα, ἡ σύζυγός σου, αὐτόθι 481 (λυρ.)· ἐν χρήσει παρὰ κωμ. ἐν ποιητικοῖς ἢ παρῳδουμένοις τραγ. χωρίοις, λ. γαμήλιον Ἀριστοφ. Ὄρ. 1758· κουρίδιον λ. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 844· λ. συμμῑξαὶ τινι ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 841. 4) πτηνοῦ φωλέα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 51, Σοφ. Ἀντ. 425. - Πρβλ. λέκτρον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «λέχος· κοίτη, κλίνη· γάμος, μῖξις, συνουσία· γυνή».

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. lit, couche :
1 en gén.
2 lit nuptial ; p. ext. époux, épouse ; κρύφιον λέχος SOPH union litt. couche clandestine;
3 lit funéraire;
4 p. ext. tombeau;
II. nid d’oiseau.
Étymologie: R. Λεχ, v. λέγω¹.

English (Autenrieth)

εος (root λεχ, λέγω): bed, bedstead, also pl. in both senses; typical in connubial relations, λέχος ἀντιᾶν, πορσύνειν, Α 31, Od. 3.403; funeralcouch, bier, Od. 24.44, Od. 23.165 ; λέχοσδε, to the bed, Il. 3.447.