διπλόος
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
η, ον, contr. διπλοῦς, ῆ, οῦν, Ion. fem.
A διπλέη Hdt.3.42 codd., but διπλήν or -ῆν Id.5.90, διπλάς or -ᾶς Id.3.28: contr. always in Trag., exc. διπλόοι A.Fr.39: (cf. ἁπλόος):—twofold, double, prop. of cloaks and articles of dress, χλαῖνα διπλῆ, = δίπλαξ or διπλοΐς, Il.10.134, Od.19.226; ὅθι . . διπλόος ἤντετο θώρηξ where the cuirass met [the buckle] so as to be double, Il.4.133; τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν having folded it double, Apollod.Car.4: generally, καλύβη διπλῆ διαφράγματι Th.1.133; διπλόος θάνατος Hdt.6.104; παῖσον διπλῆν (sc. πληγήν) S.El.1415; δ. οἰκίδιον of two stories, Lys.1.9; διπλῆ ἄκανθα spine bent double by age, E.El.492; διπλῆ <ῥάχις> X.Eq.1.11; σύμβολον δ. executed in duplicate, PHib.1.29 (iii B. C.). 2 διπλῇ χερὶ θανεῖν by mutual slaughter, S.Ant.14. 3 δ. ὀνόματα compound words, Arist.Po.1459a9, Rh.1404b29, etc. 4 of fevers in which two paroxysms took place in a given time, δ. ἀμφημερινός, τριταῖος, Gal.7.472, 9.677. 5 δ. ἰσότης, = διπλοϊσότης (q. v.), Dioph.p.98T., etc. 6 δ. ἄνδρας· τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα, Hsch. II as Comp., twice as much, large, etc., βίος Pl.Ti.75b; δίκη Id.Lg.865c; δ. ἢ . . twice as much as . . (v. διπλῇ): c. gen., Id.Ti.35b; διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον . . Lex ap.D.23.28; διπλῷ, = διπλῇ, Pl.Lg.722b. III pl., in Trag., = δύο, A.Pr.950, Ch.761, S.Aj.960, OT20, Ant.51. IV double, doubtful, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89; διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους λέξεις Ph.1.302. 2 double-minded, treacherous, E.Rh.395, etc.; οὐδὲν δ. X.HG4.1.32; δ. καὶ ποικίλος D.H.Rh.11.5; also, playing two parts, Pl.R.397e; at variance with oneself, ib. 554d. V διπλοῦν, τό, = δίπλωμα 111, Androm. ap. Gal.13.29, al.
Greek (Liddell-Scott)
διπλόος: -η, -ον, συνῃρ. διπλοῦς, ῆ, οῦν, Ἰων. θηλ. διπλέη ὑπάρχει παρ’ ἅπασι τοῖς χφοις ἐν Ἡροδ. 3. 42, ἀλλά, διπλᾶν 5. 90· διπλᾶς 3. 28· ὁ συνῃρ. τύπος ἀείποτε παρὰ Τραγ., πλὴν τοῦ διπλόοι ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33· (πρβλ. ἁπλόος)· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, περὶ ἱματίων καὶ ἄλλων ἐνδυμάτων, χλαῖνα διπλῆ = δίπλαξ ἢ διπλοΐς Ἰλ. Κ. 134, Ὀδ. Ρ. 226· ὅθι... διπλόος ἤντετο θώρηξ, ἔνθα συνηντᾶτο ὁ θώραξ [[[μετὰ]] τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ ζωστῆρος] καὶ ἐγίνετο διπλοῦς, Ἰλ. Δ. 133· τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν, συμπτύξας αὐτὴν ὥστε νὰ γίνῃ διπλῆ, Ἀπολλόδ. Καρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 440· πρβλ. διπλόω· ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, διπλόος θάνατος Ἡρόδ. 6. 104· παῖσον διπλῆν [ἐνν. πληγήν, πρβλ. ἀνταῖος], Σοφ. Ἠλ. 1416· δ. οἰκίδιον, διώροφον, Λυσ. 92. 28· διπλῆ ἄκανθα, ῥάχις κεκαμμένη ὑπὸ τοῦ γήρατος, Εὐρ. Ἠλ. 492, ἔνθα ἴδε Seidl. (487)· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου : duplicato poplite, διπλῆ ῥάχις, Οὐεργιλ. duplex spina, Ξεν. Ἱππ. 1. 11. 2) διπλῇ χερὶ θανεῖν, ἀμοιβαίως διὰ χειρῶν ἀλλήλων, Σοφ. Ἀντ. 14· πρβλ. δικρατής. 3) διπλᾶ ὀνόματα, σύνθετοι λέξεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5, κτλ. ΙΙ. ἐνίοτε ἐν χρήσει ὡς συγκρ., ὡς τὸ διπλάσιος, δὶς τόσος, δὶς τόσο μέγας, εὐρύς, κτλ., βίος Πλάτ. Τιμ. 75Β· δίκη ὁ αὐτ. Νόμ. 865C· δ. ἢ..., δὶς τόσον ὅσον..., (ἴδε ἐν λ. διπλῇ)· ἢ μετὰ γεν., ὁ αὐτ. Τιμ. 35C· ὡσαύτως, διπλοῦν ὅσον... παρὰ Δημ. 629. 22· διπλῷ = διπλῇ, Πλάτ. Νόμ. 722Β. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δύο, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Χο. 761, Σοφ. Αἴ. 970, Ο. Τ. 20, Ἀντ. 51. IV. διπλοῦς, ἀμφίβολος, πλήρης ἀμφιβολίας, ἀναποφάσιστος, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν, πρβλ. διάνδιχα μερμήξεν, Πίνδ. Ν. 10. 167. 2) διπρόσωπος, δόλιος, Λατ. duplex, ἀντίθ. ἁπλοῦς (simplex), Πλάτ. Πολ. 397D, 554D· οὐδὲν δ. Χεν. Ἑλλ. 4. 1, 32. Πρβλ. Ruhnk. Τιμ.
French (Bailly abrégé)
-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦν :
I. double :
1 double, au nombre de deux : διπλῆ μάστιξ ESCHL fouet à double lanière ; διπλᾶ κέντρα SOPH aiguillon à double pointe ; διπλοῦν οἰκίδιον LYS maisonnette à deux étages ; παίειν διπλῆν (s.e. πληγήν) SOPH frapper un second coup ; au plur. διπλοῖ βασιλῆς SOPH, διπλοῖ στρατηλάται SOPH deux rois, deux chefs d’armée ; particul. formé de deux éléments en parl. de mots composés;
2 qui se met en double, qui se replie ; χλαῖνα διπλῆ manteau qu’on met en double ; ὅθι διπλόος ἤντετο θώρηξ IL là où la cuirasse rencontrant (le ζῶμα) formait avec lui une double feuille;
3 qui agit doublement, càd par une action réciproque ou simultanée : ἀδελφῶν θανόντων διπλῇ χερί SOPH frères morts des coups dont ils se sont mutuellement frappés;
4 en mauv. part double, équivoque, faux;
II. deux fois aussi grand, aussi long.
Étymologie: δίς, -πλοος ; cf. ἁπλόος.
English (Autenrieth)
English (Slater)
διπλόος
1 double παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν i. e. in boxing and in the pankratium (N. 5.52) οὐ γνώμᾳ δᾰπλόαν θέτο βουλάν ambiguous (N. 10.89) ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο (I. 4.70) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ δᾰπλόα θάλλοισ ἀρετά (I. 5.17)