διπλόω
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
A repeat a process, Arist.APo.91a21; double, τρίβωνα, of philosophers, D.L.6.22; multiply by two, Vett.Val.159.27:—Pass., ἐδεδίπλωτο ἡ φάλαγξ X.HG6.5.19; of swords, to be bent double, Plu. Cam.41; of a bow-string, Ach.Tat.3.8; of fevers (cf. διπλοῦς), Gal. 7.472; δεδιπλωμένον ἔμβρυον, of position of foetus at birth, Aspasia ap.Aët.16.22, cf. Sor.2.55.
II repay twofold, δ. διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς Apoc.18.6.
Spanish (DGE)
A tr.
I 1duplicar, repetir εἰ δὲ μὴ οὕτω τις λήψεται διπλώσας pero si uno no toma (esta relación) duplicándola de esta manera Arist.APo.91a21
•hacer un duplicado de τὴν κλεῖδα SB 13935.4 (II d.C.)
•gram. duplicar, geminar τὰ σύμφωνα St.Byz.s.u. Γόννοι, Eust.335.39
•fig. abs. οἱ διπλοῦντες ref. a los que postulan dos naturalezas distintas para Cristo, Gr.Naz.M.37.1073A.
2 doblar, aumentar en doble cantidad τὸ βαλλόμενον κέρμα Aristox.Fr.59, c. ac. int. διπλώσατε τὰ διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς dadle el doble según sus obras, Apoc.18.6, en v. pas. ἐδεδίπλωτο ἡ φάλαγξ X.HG 6.5.19, τὸ ἀργύριον δεδιπλωμένον Ath.Agora 19.P26.511 (IV a.C.), τὸ δεκαπλοῦν οὐ διπλοῦται Arist.Ath.54.2, cf. Lib.Arg.D.24.4
•duplicar en tamaño ἔγχεα διπλώσαντες duplicando las lanzas uniéndolas para convertirlas en ganchos de abordaje, Nonn.D.39.83
•en mat. multiplicar por dos τὸ πάχος Hero Mens.3, cf. Vett.Val.22.22, μ̅ɛ̄ δίπλωσον multiplica por dos 45, Math.Pap.Beatty 3.5 (p.13), cf. Anat.Laod.Decad.p.39
•en v. pas. ser duplicado, multiplicado por dos διὰ τοῦ διπλοῦσθαι δέκα βίβλους Epiph.Const.Haer.8.6.3.
II doblar, plegar τρίβωνα D.L.6.22.
B intr. en v. med.-pas.
I 1duplicarse, repetirse τύπων δὲ διπλοῦνται οἱ πρῶτοι καλούμενοι Gal.7.472, ὄμμασι δερκομένοισι ἐδιπλώθησαν ἐρίπναι a los ojos de los que miraban se duplicaron los precipicios (como efecto de la ebriedad), Nonn.D.15.20, cf. 16.259.
2 desdoblarse δυναμένης γε ταύτης (τῆς μήνιγγος) διπλωθῆναι τε καὶ εἰς μέσην ἑαυτὴν ὑποδέξασθαι τὰς φλέβας Gal.3.707, cf. Hippiatr.Cant.10.12
•dividirse en dos κλασθείσης ῥάβδου καὶ διπλωθείσης Alex.Aphr.de An.133.12.
II doblarse, curvarse ὥστε κάμπτεσθαι ταχὺ καὶ διπλοῦσθαι (τὸν σίδηρον) Plu.Cam.41, διπλοῦται ... ὑπὸ τῆς χειρὸς τὸ νεῦρον ref. al arco, Ach.Tat.3.8.6, δεδιπλωμένα (τὰ σκέλη) ref. a una posición del feto, Aspasia en Aët.16.22, cf. Sor.132.31.
French (Bailly abrégé)
διπλῶ :
ao. ἐδίπλωσα;
doubler, mettre en double ; Pass. en parl. du tranchant d'un fer se replier, càd s'émousser.
Étymologie: διπλόος.
German (Pape)
verdoppeln; τὴν φάλαγγα Xen. Hell. 6.5.19; NT; dah. τρίβωνα, übereinander schlagen, DL. 6.22; αἱ μάχαιραι διπλοῦνται, legen sich um, bekommen Scharten, Plut. Cam. 41; vgl. διπλόη.
Russian (Dvoretsky)
διπλόω:
1 удваивать, сдваивать (ἡ φάλαγξ ἐδεδίπλωτο Xen.);
2 складывать вдвое (τρίβωνα Diog. L.);
3 сгибать, pass. загибаться, притупляться (αἱ μάχαιραι διπλοῦνται Plut.);
4 возмещать вдвое (διπλῶσαι διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα τινός NT).
Greek (Liddell-Scott)
διπλόω: (διπλόος) διπλασιάζω, διπλώνω, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 2. 4, 2, κτλ.· τρίβωνα δ., ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 6. 22. ― Παθ., ἐδεδίπλωτο ἡ φάλαγξ Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 19· ἐπὶ ξίφους, γίνομαι διπλοῦς, διπλώνομαι, κάμπτομαι εἰς δύο, Πλούτ. Καμίλλ. 41. ΙΙ. πληρώνω διπλᾶ, τὰ ἔργα Ἀποκ. ιη΄, 6.
English (Strong)
from διπλοῦς; to render two-fold: double.
English (Thayer)
διπλῷ: (1st aorist ἐδιπλωσα); (διπλως); to double: διπλώσατε αὐτῇ (only R G) διπλᾶ (τά διπλᾶ T Tr WH brackets), i. e. return to her double, repay in double measure the evils she has brought upon you, R. V. double unto her the double). (Xenophon, Hell. 6,5, 19; Plutarch, Cam. 41; (Diogenes Laërtius 6,22.)
Greek Monotonic
διπλόω: μέλ. -ώσω (διπλόος)·
I. διπλασιάζω, διπλώνω, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για το ξίφος, λυγίζω στα δύο, κάμπτομαι, σε Πλούτ.
II. πληρώνω διπλά, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
διπλόος
I. to double, Xen.:—Pass., of a sword, to be bent double, Plut.
II. to repay twofold, NTest. Hence
Chinese
原文音譯:diplÒw 笛-普羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:二-更多
字義溯源:給與兩倍,加倍,加;源自(διπλόος / διπλοῦς)=兩倍的);由(δίς)=兩次)與(πολύς)=更多)組成,其中 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二),而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 加(1) 啓18:6