διπλόω

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλόω Medium diacritics: διπλόω Low diacritics: διπλόω Capitals: ΔΙΠΛΟΩ
Transliteration A: diplóō Transliteration B: diploō Transliteration C: diploo Beta Code: diplo/w

English (LSJ)

A repeat a process, Arist.APo.91a21; double, τρίβωνα, of philosophers, D.L.6.22; multiply by two, Vett.Val.159.27:—Pass., ἐδεδίπλωτο ἡ φάλαγξ X.HG6.5.19; of swords, to be bent double, Plu. Cam.41; of a bow-string, Ach.Tat.3.8; of fevers (cf. διπλοῦς), Gal. 7.472; δεδιπλωμένον ἔμβρυον, of position of foetus at birth, Aspasia ap.Aët.16.22, cf. Sor.2.55.
II repay twofold, δ. διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς Apoc.18.6.

Spanish (DGE)

A tr.
I 1duplicar, repetir εἰ δὲ μὴ οὕτω τις λήψεται διπλώσας pero si uno no toma (esta relación) duplicándola de esta manera Arist.APo.91a21
hacer un duplicado de τὴν κλεῖδα SB 13935.4 (II d.C.)
gram. duplicar, geminar τὰ σύμφωνα St.Byz.s.u. Γόννοι, Eust.335.39
fig. abs. οἱ διπλοῦντες ref. a los que postulan dos naturalezas distintas para Cristo, Gr.Naz.M.37.1073A.
2 doblar, aumentar en doble cantidad τὸ βαλλόμενον κέρμα Aristox.Fr.59, c. ac. int. διπλώσατε τὰ διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς dadle el doble según sus obras, Apoc.18.6, en v. pas. ἐδεδίπλωτο ἡ φάλαγξ X.HG 6.5.19, τὸ ἀργύριον δεδιπλωμένον Ath.Agora 19.P26.511 (IV a.C.), τὸ δεκαπλοῦν οὐ διπλοῦται Arist.Ath.54.2, cf. Lib.Arg.D.24.4
duplicar en tamaño ἔγχεα διπλώσαντες duplicando las lanzas uniéndolas para convertirlas en ganchos de abordaje, Nonn.D.39.83
en mat. multiplicar por dos τὸ πάχος Hero Mens.3, cf. Vett.Val.22.22, μ̅ɛ̄ δίπλωσον multiplica por dos 45, Math.Pap.Beatty 3.5 (p.13), cf. Anat.Laod.Decad.p.39
en v. pas. ser duplicado, multiplicado por dos διὰ τοῦ διπλοῦσθαι δέκα βίβλους Epiph.Const.Haer.8.6.3.
II doblar, plegar τρίβωνα D.L.6.22.
B intr. en v. med.-pas.
I 1duplicarse, repetirse τύπων δὲ διπλοῦνται οἱ πρῶτοι καλούμενοι Gal.7.472, ὄμμασι δερκομένοισι ἐδιπλώθησαν ἐρίπναι a los ojos de los que miraban se duplicaron los precipicios (como efecto de la ebriedad), Nonn.D.15.20, cf. 16.259.
2 desdoblarse δυναμένης γε ταύτης (τῆς μήνιγγος) διπλωθῆναι τε καὶ εἰς μέσην ἑαυτὴν ὑποδέξασθαι τὰς φλέβας Gal.3.707, cf. Hippiatr.Cant.10.12
dividirse en dos κλασθείσης ῥάβδου καὶ διπλωθείσης Alex.Aphr.de An.133.12.
II doblarse, curvarse ὥστε κάμπτεσθαι ταχὺ καὶ διπλοῦσθαι (τὸν σίδηρον) Plu.Cam.41, διπλοῦται ... ὑπὸ τῆς χειρὸς τὸ νεῦρον ref. al arco, Ach.Tat.3.8.6, δεδιπλωμένα (τὰ σκέλη) ref. a una posición del feto, Aspasia en Aët.16.22, cf. Sor.132.31.

French (Bailly abrégé)

διπλῶ :
ao. ἐδίπλωσα;
doubler, mettre en double ; Pass. en parl. du tranchant d'un fer se replier, càd s'émousser.
Étymologie: διπλόος.

German (Pape)

verdoppeln; τὴν φάλαγγα Xen. Hell. 6.5.19; NT; dah. τρίβωνα, übereinander schlagen, DL. 6.22; αἱ μάχαιραι διπλοῦνται, legen sich um, bekommen Scharten, Plut. Cam. 41; vgl. διπλόη.

Russian (Dvoretsky)

διπλόω:
1 удваивать, сдваивать (ἡ φάλαγξ ἐδεδίπλωτο Xen.);
2 складывать вдвое (τρίβωνα Diog. L.);
3 сгибать, pass. загибаться, притупляться (αἱ μάχαιραι διπλοῦνται Plut.);
4 возмещать вдвое (διπλῶσαι διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα τινός NT).

Greek (Liddell-Scott)

διπλόω: (διπλόος) διπλασιάζω, διπλώνω, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 2. 4, 2, κτλ.· τρίβωνα δ., ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 6. 22. ― Παθ., ἐδεδίπλωτο ἡ φάλαγξ Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 19· ἐπὶ ξίφους, γίνομαι διπλοῦς, διπλώνομαι, κάμπτομαι εἰς δύο, Πλούτ. Καμίλλ. 41. ΙΙ. πληρώνω διπλᾶ, τὰ ἔργα Ἀποκ. ιη΄, 6.

English (Strong)

from διπλοῦς; to render two-fold: double.

English (Thayer)

διπλῷ: (1st aorist ἐδιπλωσα); (διπλως); to double: διπλώσατε αὐτῇ (only R G) διπλᾶ (τά διπλᾶ T Tr WH brackets), i. e. return to her double, repay in double measure the evils she has brought upon you, R. V. double unto her the double). (Xenophon, Hell. 6,5, 19; Plutarch, Cam. 41; (Diogenes Laërtius 6,22.)

Greek Monotonic

διπλόω: μέλ. -ώσω (διπλόος
I. διπλασιάζω, διπλώνω, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για το ξίφος, λυγίζω στα δύο, κάμπτομαι, σε Πλούτ.
II. πληρώνω διπλά, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

διπλόος
I. to double, Xen.:—Pass., of a sword, to be bent double, Plut.
II. to repay twofold, NTest. Hence

Chinese

原文音譯:diplÒw 笛-普羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:二-更多
字義溯源:給與兩倍,加倍,加;源自(διπλόος / διπλοῦς)=兩倍的);由(δίς)=兩次)與(πολύς)=更多)組成,其中 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二),而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 加(1) 啓18:6