ἀμαιμάκετος

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαιμάκετος Medium diacritics: ἀμαιμάκετος Low diacritics: αμαιμάκετος Capitals: ΑΜΑΙΜΑΚΕΤΟΣ
Transliteration A: amaimáketos Transliteration B: amaimaketos Transliteration C: amaimaketos Beta Code: a)maima/ketos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Hes.Sc.207:—

   A irresistible, old Ep. word, also in Lyr. and Trag. (lyr.); of Chimaera, Il.6.179, 16.329; of fire vomited by her, Hes.Th.319; of fire generally, S.OT177; θάλασσα, πόντος, Hes.Sc.207, Pi.P.1.14; of ship's mast, proof against any strain, Od.14.311; of the trident, Pi.I.8(7).37; ἀ. μένος, κινηθμός, P.3.33, 4.208; νεῖκος stubborn, B.10.64; of the Furies, S.OC127; ἀ. βυθοῖς in unfathomable depths, IG3.900. [Usu. derived fr. - intens., μαιμάω, i. e. furious; but apptly. connected with ἄμαχος by Poets.]

German (Pape)

[Seite 114] η, ον, sehr lang; das erste α ist intens. (oder euphon.), μαι ist eine nicht ungewöhnliche Art von Reduplication, μάκετος verhält sich zu μακρός, μῆκος, wie πάχετος Od. 8, 187. 23, 191 zu παχύς, πάχος, πῆχυς; vgl. περιμήκετος Iliad. 14, 287 Od. 6, 103; Hom. dreimal, Od. 14, 311 ἱστὸν ἀμαιμάκετον νηός, Iliad. 6, 179. 16, 329 Χίμαιραν ἀμαιμακέτην; nämlich der Leib des Ungethüms ist wirklich sehr lang, 6, 181 πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα; Homer setzt hinzu δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο; dies mißverstand Hesiod., als sei es Erklärung des ἀμαιμακέτην, u. sagt deshalb Th. 319 Χίμαιραν ἔτικτε, πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ; sodann bezeichnete man durch das Wort alles Große, Furchtbare, Gewaltige; man stellte eine Etymologie = ἄμαχος auf, unbezwinglich; Pind. πόντος P. 1, 14 (vgl. βύθοι Anth. App. 234); τριόδους I. 7. 35; μένος P. 3, 33; κινηθμὸς πετρᾶν P. 4, 308; Soph. πῦρ O. R. 177 ch., die Eumeniden O. C. 127 ch.; βασιλῆες Orph. Arg. 518; κρᾶς ταύρου Ant. Sid. 115 (VI, 18); öfter sp. Ep.; θήρ Theocr. 25, 258.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαιμάκετος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἡσ.: - ἀκατάσχετος, φοβερός, χαλεπός, ἄμαχος, ἀκαταγώνιστος, ἀρχαία Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει καὶ παρὰ λυρ. ποιηταῖς: περὶ τῆς χιμαίρας, Ἰλ. Ζ. 179, Π. 329· περὶ τοῦ πυρὸς τὸ ὁποῖον αὕτη ἐξερεύγεται, Ἡσ. Θ. 319· περὶ τοῦ πυρὸς ἐν γένει, Σοφ. Ο. Τ. 177· περὶ τῆς θαλάσσης, Ἡσ. Ἀσπ. 207, Πινδ. Π. 1. 28· ἐπὶ ἰσχυροῦ, ἀκαταβλήτου ἱστοῦ, Ὀδ, Ξ. 311· ἐπὶ τῆς τριαίνης, Πινδ. Ι. 8 (7). 74: ἀμ. μένος, κινηθμός, ὁ αὐτ. Π. 3. 58., 4. 370· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 127· ἀμ. βυθοῖς, εἰς ἀκαταμέτρητα βάθη, Συλλ. Ἐπιγρ. 434· (πιθ. ἐκ τοῦ ἄμαχος, ἀμάχετος, διά τινος ἀναδιπλασιασμοῦ· πρβλ. ἀταρτηρός).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 invincible, irrésistible ; redoutable;
2 fort, solide.
Étymologie: ἀ, μαιμάσσω.

English (Autenrieth)

doubtful word, unconquerable, monstrous; epith. of the Chimaera, Il. 6.179 and Il. 16.329; of a floating mast, ‘huge,’ Od. 14.311.

English (Slater)

ᾰμαιμᾰκετος
   1 irresistible, unyielding γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον (P. 1.14) μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ (sc. Ἄρτεμιν) (P. 3.33) συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν (P. 4.208) ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου (I. 8.35)

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Grafía: graf. ἀμεμακ- Hsch.

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [-ος, -ον Hes.Sc.207]
1 terriblemente furioso, monstruoso, irresistible, contra lo que no hay fuerza humana de seres monstruosos y de elementos, de la Quimera Il.6.179, 16.329, de las Furias, S.OC 127, Κρονίων Orph.A.23, θήρ del león de Nemea, Theoc.25.258, ἀλκὴ (κήτεων) Opp.H.1.361, ταῦρος Nonn.D.11.161, θάλασσα Hes.Sc.207, πόντος Pi.P.1.14, τριόδους Pi.I.8.35, ἔγχος A.R.3.1232, ὀϊστοί Orph.A.177, ἀμαιμακέτοις ... βυθοῖς profundidades espantosas, IG 22.3575 (II a.C.), ποτὸν ἀχρήιστον ἀμαιμακέτου πίεν ἅλμης (Leandro) bebió un funesto brebaje de irresistible salmuera en el momento de ahogarse, Musae.328
del fuego, Hes.Th.319, S.OT 177
fig. μένος Pi.P.3.33, κινηθμός Pi.P.4.208, cf. Hsch.
2 que resiste a los elementos enfurecidos ἱστός Od.14.311
fig. tozudo, tenaz νεῖκος B.11.64.

• Etimología: Varias hipótesis, pero ninguna segura: 1) De μαιμάω, μαιμάσσω, c. ἀ- intens. 2) De la raíz de μακρός. 3) De ἀ- priv. y μάχομαι, c. var. κ por χ del mismo tipo que δέκομαι/δέχομαι.