σύστημα

From LSJ
Revision as of 10:32, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύστημα Medium diacritics: σύστημα Low diacritics: σύστημα Capitals: ΣΥΣΤΗΜΑ
Transliteration A: sýstēma Transliteration B: systēma Transliteration C: systima Beta Code: su/sthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A whole compounded of several parts or members, system, Pl.Epin.991e, Arist.GA740a20; of the composite whole of soul and body, Epicur.Ep.1p.21U.; τὸ ὅλον σ. τοῦ σώματος D.H. Rh.10.6.    b in literary sense, composition, ἐποποιικὸν σ. [πραγμάτων] Arist.Po.1456a11; λυρικὰ σ. SIG660.3 (Delph., ii B.C.); τέχνη ἐστὶ σ. ἐκ καταλήψεων συγγεγυμνασμένων Zeno Stoic.1.21, cf. Arr.Epict.1.20.5; of the syllogism, S.E.P.2.173.    c = σύστασις B. 11.2, Arist.GA758b3.    2 organized government, constitution, Pl.Lg. 686b, Arist.EN1168b32; σ. δημοκρατίας Plb.2.38.6, cf. 6.10.14; τὸ ἐκ θεῶν καὶ σοφῶν σ. Diog.Bab.Stoic.3.241; confederacy, σ. τῶν Ἀχαιῶν Plb.2.41.15, cf. 9.28.2; τὸ Ἀμφικτιονικὸν σ. SIG761 A 16 (Delph., i B.C.), Delph.3(1).480.16; band of partisans, J.AJ20.9.4; σ. τοῦ γένους ἡμῶν, of a Jewish community, Id.Ap.1.7:—it seems to have meant also a company or guild, CIG2508 (Cos, Dor. σύστα-μα), 2562 (Hierapytna), 2699 (Mylasa); or a committee, τῆς γερουσίας ib.2930 (Tralles).    3 body of soldiers, corps, usu. of a definite number, like τάγμα, σύνταγμα, σ. μισθοφόρων, ἱππέων, etc., Plb.1.81.11, 30.25.8, etc.; but τὸ τῆς φάλαγγος σ. the phalanx itself, Id.5.53.3.    b a boat's crew, Alciphr.1.8.    4 generally,flock, herd, Plb.12.4.10; τὰ βασιλικὰ σ. τῶν ἱπποτροφιῶν Id.10.27.2.    5 college of priests or magistrates, Id.21.13.11, Str.17.1.29, etc.; of the Roman Senate, Plu. Rom.13, cf. Lib.Or.11.146.    6 in Music, system of intervals, scale, Pl.Phlb.17d; σ. ἐναρμόνια, ὀκτάχορδα, Aristox.Harm.p.2 M., cf. Ph.1.10, Plu.2.1142f, Cleonid.Harm.1.    b strain, Jul.Caes. 315c.    7 in Metre, metrical system, as in Anapaestics, Heph. Poë.3.    8 Medic., accumulation of sediment, Hp.Epid.7.83; τὰ τῶν ὑδάτων σ. LXX Ge.1.10 (v.l. συστέματα), cf. Ezek.Exag.134, Sotion p.183 W.    9 Medic., the pulse-beats taken collectively, Gal.9.279.    10 machine, apparatus, Apollod.Poliorc.138.13.--The word first occurs in Hp. and Pl., but is chiefly used in later Prose.

German (Pape)

[Seite 1044] τό, ein aus mehrern Theilen, Gliedern, Personen bestehendes, zusammengesetztes Ganzes; ἀριθμοῦ, Plat. Epin. 991 e; τὰ ἐκ τούτων ὅσα συστήματα γέγονεν, Phil. 17 d; Menge, Schaar, Heerde, Versammlung, ζώων, ἱπποτροφείων συστήματα, Pol. 12, 4, 10. 10, 27, 2. – Bes. a) eine Schaar Soldaten, gew. von einer bestimmten Anzahl, Pol. 1, 81, 11 u. öfter; τὸ τῆς φάλαγγος σύστημα, die Aufstellung eines Heeres in Gestalt einer Phalanx, 5, 53, 3. – b) die in einem Staate Zusammenlebenden, auch die Verfassung des Staates selbst, πολιτείας, Pol. 6, 11, 3, δημοκρατίας, 2, 38, 6; auch ein Staatenverein od. Bundesstaat, τῶν Ἀχαιῶν, 2, 14, 15. – c) ein Collegium von obrigkeitlichen Personen, bes. Priestern. – d) bei Sp. bes. Lehrgebäude einer Kunst od. Wissenschaft, das aus mehrern Lehrsätzen zusammengesetzt ist, System. – In der Metrik die Verbindung mehrerer Verse zu einem Ganzen. – Bei den sp. Medic. Anhäufung des Blutes od. der Säfte.

Greek (Liddell-Scott)

σύστημα: τό, τὸ ἐκ πολλῶν συνιστάμενον σύνολον, ὅλον τι ὀργανικόν, σύστημα, Πλάτ. Ἐπιν. 901Ε, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 4, 36., 3. 9, 3· τὸ ὅλον σ. τοῦ σώματος Διον. Ἁλ. Ρητ. 10. 6 -φιλολογικῶς, σύνθεσις, συντεταγμένον τι ὅλον, ἐποποιικὸν σ. Ἀριστ. Ποιητ. 18. 13· - τέχνη ἐστὶ σ. ἐκ καταλήψεων ἐγγεγυμνασμένων Λουκ. Παράσ. 4, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 5, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 173, κλπ. 2) κυβέρνησις ὠργανωμένη, σύνταγμα, πολίτευμα, Πλάτ. Νόμ. 686Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 8, 6· σ. δημοκρατίας, πολιτείας Πολύβ. 2. 38, 6., 6. 11, 3· ὁμοσπονδία, σ. τῶν Ἀχαιῶν ὁ αὐτ. 2. 41, 15, πρβλ. 9. 28, 2· - φαίνεται ὅτι ἐσήμαινε καὶ σύλλογον, ἑταιρείαν ἢ συντεχνίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2508, 2562, 2699· ἢ ἐπιτροπείαν, αὐτόθι 2930. 3) σῶμα στρατιωτῶν, συνήθως ὡρισμένου τινὸς ἀριθμοῦ, ὡς τὸ τάγμα, σύνταγμα, σ. μισθοφόρων, ἱππέων Πολύβ. 1. 81, 11, κλπ.· ἀλλά, τὸ τῆς φάλαγγος σ., αὐτὴ ἡ φάλαγξ, ὁ αὐτ. 5. 53, 3. 4) καθόλου, ποίμνιον, ἀγέλη, ζῴων, ἱπποτροφείων ὁ αὐτ. 12. 4, 10., 10., 10. 27, 2. 5) σύλλογος ἱερέων ἢ ἀρχόντων, ὁ αὐτ. 21. 10, 11, Στράβ. 806, κλπ.· ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Πλουτ. Ρωμ. 13. 6) ἐν τῇ Μουσικῇ, σύστημα ἁρμονίας κατὰ τὰ διαστήματα, οἷον τὸ διὰ πασῶν, τὸ διὰ τεσσάρων, Πλάτ. Φίληβ. 17D, ἴδε Chappell. of. M. σ. 60 κἑξ., 71 κἑξ., 95. 7) ἐν τῇ μετρικῇ, ἡ ἕνωσις πολλῶν στίχων συνεχῶν εἰς ἓν ὅλον, οἷον τὸ ἀναπαιστικὸν σύστημα, πρβλ. συνάφεια. 8) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ὡς τὸ ἄθροισις, ἐπισώρευσις καθιζημάτων, Ἱππ. 1230D, Γαλην. - Ἡ λέξις ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον παρ’ Ἱπποκρ. καὶ Πλάτ., ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις πεζογράφοις.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ensemble, total, masse;
2 troupe d’hommes, en gén. foule ; spécial. corps de troupes, compagnie, assemblée politique;
3 ensemble de doctrines, d’institutions, constitution politique, système philosophique.
Étymologie: συνίστημι.

Spanish

unión total, conjunto de todo