λιμήν

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμήν Medium diacritics: λιμήν Low diacritics: λιμήν Capitals: ΛΙΜΗΝ
Transliteration A: limḗn Transliteration B: limēn Transliteration C: limin Beta Code: limh/n

English (LSJ)

ένσς, ὁ,

   A harbour, Il.1.432 (here distd. fr. ὅρμος, mooringplace), al., Pl.Ti.25a, etc.; Κανθάρου λ. a dockyard in the Piraeus, with a pun on κάνθαρος just above, Ar.Pax145 (ubi v. Sch.): freq. in pl., λιμένες νηῶν ὀχοί Od.5.404; λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ 4.846; λιμένες τε πάνορμοι 13.195, cf. S.Ph.936, etc.: c. gen. objecti, λιμένες θαλάσσης havens of refuge from the sea, Od.5.418, cf. Hes.Sc. 207.    II metaph., haven, retreat, refuge, Thgn.460; ἑταιρείας λ. a haven of friendship, S.Aj.683; οὗτος . . λ. πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E.Med.769: c. gen. objecti, λ. κακῶν from ills, A.Supp.471; ὦ ναυτίλοισι χείματος λ. φανείς E.Andr.891; ὕπνον . . τῶν καμάτων λ. Critias 6.20 D.; λ. τῆς πλάνης ἥδε ἡ γῆ μόνη λείπεται D.H.1.58.    2 gathering-place, receptacle, πλούτου λ. A.Pers.250; μέγας E.Or.1077; παντὸς οἰωνοῦ λ. S.Ant.1000; Ἅιδου λ. harbour of death, ib.1284 (lyr.); ξείνων αἰδοῖοι λιμένες Emp.112.3; βοῆς τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λ.; what place shall not harbour (i.e. receive) thy cry? S.OT420.    III = ἀγορά in Thessaly and Paphos, IG9(2).517.42 (Larissa), Gal.Thras.32, D.Chr.11.23 (interpol.).    IV the source of birth, womb, Emp.98.3, S.OT1208 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 47] ένος, ὁ, Hafen, Bucht, von ὅρμος, der eigentlichen Anfurth im Innern des Hafens, unterschieden, Il. 1, 432 ff., λιμένες, νηῶν ὄχοι, Od. 5, 404, ναύλοχοι, 4, 846, öfter; im plur., λιμένες πάνορμοι, auch 13, 195, wo wie bei Eur. El. 439 Mel. 521, vgl. auch Soph. Phil. 924 u. überall in Prosa, der plur. für den sing. steht; Pol. 10, 1, 1 u. öfter. Uebertr., Sammelplatz, wo von allen Seiten Etwas, wie im Hafen die Schiffe, zusammenkommt, πολὺς πλούτου λιμήν, Aesch. Pers. 246, wie Eur. Or. 1077; vgl. Soph. βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λιμήν, O. R. 420; παντὸς οἰωνοῦ λ., Ant. 987, und δυσκάθαρτος Ἅιδου λιμήν, ib. 1270. – Zufluchtsort, wie auch wir Hafen sagen, κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν, Aesch. Suppl. 466; ἑταιρείας λ., Soph. Ai. 668; οὗτος γὰρ ἁνὴρ λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Med. 769; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμήν: -ένος, ὁ, (πιθ. ἐκ τῆς √ΛΙΒ, λείβω, πρβλ. λίμνη)· -λιμήν, «λιμάνι» ἐνῷ ὅρμος εἶναι τὸ ἐσώτατον μέρος τοῦ λιμένος, ἔνθα τὰ πλοῖα προσορμίζονται καὶ ὅπου ἀποβαίνουσιν εἰς τὴν ξηρὰν οἱ ἐπιβάται, Ὅμ., ἴδε πρὸ πάντων Ἰλ. Α. 432, 435· ἀλλὰ μετέπειτα οὐδεμία τοιαύτη διάκρισις ἐτηρεῖτο, Κανθάρου λ., νεώριον καὶ λιμὴν ἐν Πειραιεῖ, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς μικρὸν ἀνωτέρω λέξεως κάνθαρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 145, ἔνθα ἴδε Σχολ.· - συχνάκις ἐν τῷ πληθ., λιμένες νηῶν ὄχοι Ὀδ. Ε. 404· λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ Δ. 846· λιμένες τε πάνορμοι Ν. 195· οὕτω Σοφ. Φ. 936, κτλ.· - ὡσαύτως μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., λιμένες θαλάσσης, ὡς καταφύγια ἀπὸ τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Ε. 418, 440, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207. ΙΙ. μεταφορ., λιμήν, καταφύγιον, Θέογν. 460· ἑταιρείας λ., φιλίας, Σοφ. Αἴ. 683· οὗτος... λ. πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων Εὐρ. Μήδ. 769· μετὰ γεν. ἀντικειμ., λ. κακῶν, ἀπὸ κακῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 471· ὦ ναυτίλοισι χείματος λ. φανεὶς Ἀγαμέμνονος παῖ Εὐρ. Ἀνδρ. 58. 891· λ. τῆς πλάνης ἥδε ἡ γῆ μόνη λείπεται Διον. Ἁλ. 1. 2) μέρος ἔνθα συνάγει τίς τι, ταμεῖον, ὦ Περσὶς αἶα καὶ πολὺς πλούτου λιμὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 250, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1077· παντὸς οἰωνοῦ λ. Σοφ. Ἀντ. 1000· Ἅιδου λ., λιμὴν θανάτου, αὐτόθι 1284· ἐν Ο. Τ. 420, ἡ ἔννοια φαίνεται ὅτι εἶναι: πῶς ὁ Κιθαιρὼν δὲν θὰ πληρωθῇ τῶν φωνῶν σου (λιμὴν ἔσται τῆς σῆς βοῆς); πῶς δὲν θὰ ἀντιχήσῃ ἐκ τῶν φωνῶν; - ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ Πάφῳ προσέτι = ἀγορά, Γαλην. 4. 296. 3) ἡ πηγὴ τῆς γεννήσεως, ἡ μήτρα, κτλ., Ἐμπεδ. 331, Σοφ. Ο. Τ. 1208.

French (Bailly abrégé)

ένος (ὁ) :
I. port : λιμένες θαλάσσης OD ports pour s’abriter contre la mer;
II. fig. 1 endroit pour mettre à l’abri, lieu de dépôt : πλούτου ESCHL (la terre de Perse) où sont amassés des trésors ; παντὸς οἰωνοῦ SOPH séjour d’oiseaux de toute sorte;
2 retraite, refuge, asile : ἑταιρίας SOPH de l’amitié ; κακῶν ESCHL contre les maux.
Étymologie: R. Λιβ, > λείβω.

English (Autenrieth)

ένος (cf. λείβω, λίμνη): harbor; pl. also in signif. of inlets, bays, Il. 23.745, Od. 13.96, Od. 4.846.

English (Strong)

apparently a primary word; a harbor: haven. Compare Καλοὶ Λιμένες.