ὠδίνω

From LSJ
Revision as of 18:08, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠδίνω Medium diacritics: ὠδίνω Low diacritics: ωδίνω Capitals: ΩΔΙΝΩ
Transliteration A: ōdínō Transliteration B: ōdinō Transliteration C: odino Beta Code: w)di/nw

English (LSJ)

[ῑ], used by early writers only in pres.: fut.

   A ὠδῑνήσω LXX Hb.3.10: aor. ὤδῑνα AP7.561 (Jul.Aeg.), Opp.C.1.5, Jul.Or.2.56d; ὠδίνησα LXXPs.7.15:—so aor. Med. and Pass., ὠδινησάμην, -ήθην, Aq.Ps.113(114).7, Pr.8.25:—to have the pains of childbirth, be in travail, ὡς δ' ὅταν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα Il.11.269; ὠδίνειν τρομέω· χαλεπὸν βέλος Εἰλειθυίας Theoc.27.29, cf. Ar.Th.502, Ec.529, Hp.Epid.5.25, Pl.R.395e, etc.    2 c. acc., to be in travail of a child, bring forth, E.IA1234, LXXCa.8.5: of animals, ὠ. νεοττούς Ael.NA 2.46: prov., ὤδινεν ὄρος Luc.Hist.Conscr.23.    II metaph. of any great pain, to be in travail or anguish, of the Cyclops, στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσι Od.9.415; Κύπριδι AP7.30 (Antip.Sid.); labour painfully, ὠδίνουσι μέλισσαι ib.9.363.22 (Mel.(?)); of the mind, to be in the throes or agonies of thought, Pl.Tht.148e, al.; κυοῦμέν τε καὶ ὠ. περὶ ἐπιστήμης ib.210b; ὑπὲρ δισσῶν μίαν ὠδίνειν ψυχήν E.Hipp. 258 (anap.); ὥστε μ' ὠδίνειν τί φῄς what you mean, S.Aj.794, cf. E. Heracl.644; ὠδίνειν εἴς τι to long painfully for a thing, Hld.5.32: c. inf., Id.2.21, Him.Ecl.13.38, Or.4.1: c. acc., Hld.10.31; ἔξοδον Chor.42.20 p.517 F.-R.    b worry, fuss, ὠδίνοντα μήποτε λήγειν περὶ τοῦ σώματος Pl.R.407c.    2 c. acc., to be in travail with, συμφορᾶς βάρος S.Tr.325; τὴν καύχησιν τὴν σοφιστικήν Epicur.Fr. 93, cf. AP9.578 (Leo Phil.) (where ὧν is in the case of the anteced. by attraction).    3 Causal, cause to quiver, as in travail, φωνὴ βροντῆς ὠδίνησε γῆν LXX Si.43.17(18) cod.Alex.

Greek (Liddell-Scott)

ὠδίνω: [ῑ], ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον ἐν τῷ ἐνεστ.· μέλλ. ὠδῐνῶ ἢ ὠδῐνήσω, Ἑβδ. ἀόρ ὤδῑνα Ὀππ. Κυνηγ. 1. 5, Ἰουλιαν. 56D, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 144Α· παρὰ τοῖς Ἑβδ. ὡσαύτως ὠδίνησα· οὕτω μέσ. ἀόρ. καὶ παθ. ὠδινησάμην -ήθην Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ. Ἔχω ὠδῖνας, πόνους τοκετοῦ, «κοιλοπονῶ», ὡς δ᾿ ὅταν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα Ἰλ. Λ. 269· ὠδίνειν τρομέω· πικρὸν βέλος Εἰλειθυίας Θεόκρ. 27, 27· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 502, Ἐκκλ. 529, Πλάτ., κλπ. 2) μετ᾿ αἰτ., τίκτω, γεννῶ, μητρός, ἢ πρὶν ὠδίνουσ᾿ ἐμὲ Εὐρ. Ι. Α. 1234, Ἑβδ.· οὕτως ἐπὶ ζῴων, ὠδ. νεοττοὺς Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 46· μέλισσα κηρίον ὠδ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 343. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ ἄλγους, πονῶ πολύ, ἀλγῶ, ἀγωνιῶ, ἐπὶ τοῦ Κύκλωπος, στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσιν Ὀδ. Ι. 415· ἐν δ᾿ Ἀχέροντος ὢν ὅλος ὠδίνεις Κύπριδι θερμοτέρῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 30· ἐργάζομαι μετὰ κόπου καὶ μόχθου, κοπιῶ, μέλισσα αὐτόθι 9. 363, 22· ἐπὶ τοῦ πνεύματος, διατελῶ ἐν τοῖς πόνοις τῶν σκέψεων, ἐγκυμονῶ στοχασμούς, γνώμας, ἐννοίας, Πλάτ. Θεαίτ. 148Ε, κ. ἀλλ.· ὠδ. περὶ ἐπιστήμης αὐτόθι 210Β. ὑπέρ τινος Εὐρ. Ἱππ. 258· ὥστε μ᾿ ὠδίνειν τί φῄς, ὥστε νὰ ἀγωνιῶ διὰ τὴν ἔννοιαν τῶν λόγων σου, Σοφ. Αἴ. 794, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 644· ὠδίνω εἴς τι, ἐπιθυμῶ τινος σφοδρῶς καὶ μετὰ πόνου, Ἡλιόδ. 5. 32· καὶ μετ᾿ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 2. 21. 2) μετ᾿ αἰτ., αἰὲν ὠδίνουσα συμφορᾶς βάρος, ὑφισταμένη τὰς ὠδῖνας, Σοφ. Τραχ. 325· ἀπειλὴν Χριστοδ. Ἔκφρ. 225· τὴν ἀλήθειαν Εὐσέβ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· ὧν ἥδε βίβλος ἔνδον ὠδίνω Ἀνθ. Παλατ. 9. 578 (ἔνθα ἐτέθη ὧν καθ᾿ ἕλξιν). 3) μεταβ., κάμνω τινὰ νὰ τρέμῃ ὡς ἡ ὠδίνουσα, ἡ βροντὴ ὠδίνησε γῆν Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΓ´, 16). Ἡ μεταφ. σημασία εἶναι συνήθης παρὰ τοῖς Ἐκκλησ.

French (Bailly abrégé)

impf. ὤδινον, f. ὠδινῶ et ὠδινήσω, ao. ὠδίνησα et ὤδινα;
Pass. seul. ao. ὠδινήθην;
1 éprouver les douleurs de l’enfantement, enfanter avec douleur;
2 p. ext. éprouver une douleur violente : ὠδίνων ὀδύνῃσιν OD souffrant des douleurs cruelles ; au mor. être dans l’angoisse, être anxieux ; avec un acc. : συμφορᾶς βάρος SOPH garder renfermé dans son sein le douloureux fardeau de son infortune ; ὑπέρ τινος EUR souffrir pour qqn.
Étymologie: ὠδίς.

English (Autenrieth)

writhe with pain, be in pain, travail, Il. 11.269.

English (Strong)

from ὠδίν; to experience the pains of parturition (literally or figuratively): travail in (birth).

English (Thayer)

from Homer down; the Sept. for חוּל, thrice for חִבֵּל; to feel the pains of childbirth, to travail: οὖς πάλιν ὠδίνω, i. e. whose souls I am striving with intense effort and anguish to conform to the mind of Christ, συνωδίνω.)