λυσιτελέω

From LSJ
Revision as of 18:09, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτελέω Medium diacritics: λυσιτελέω Low diacritics: λυσιτελέω Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΕΩ
Transliteration A: lysiteléō Transliteration B: lysiteleō Transliteration C: lysiteleo Beta Code: lusitele/w

English (LSJ)

prop.

   A indemnify for expenses incurred, or pay what is due, and then 'pay', i.e. profit, avail (cf. λύω v. 2), c. dat.,    I with subject expressed, οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο] Ar.Pl.509; λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη Pl. Prt.327b; δοῦλος τοιοῦτος οἷος μηδενὶ δεσπότῃ λυσιτελεῖν X.Mem.2.1.15.    2 mostly impers., λυσιτελεῖ μοι it profits me, is better for me, c. part., οἷς οὐδ' ἅπαξ ἐλυσιτέλησε πειθομένοις Lys.25.27; πολλοῖς δὴ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Pl.Alc.1.113d: c. inf., λ. προϊέναι Id.Tht. 181b; τεθνάναι νομίσασα λυσιτελεῖν ἢ ζῆν thinking it better to be dead than alive, And.1.125, cf. Pl.R.407a, X.Cyr.2.4.12 (v.l.), PHamb.27.17 (iii B. C.), etc.: c. dat. pers., it profits one to do so and so, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν . . δικάζειν Hdt.1.97; ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν Pl. Ap.22e, cf. X.Hier.7.13: sts. c. acc. pers., it is good that... λυσιτελεῖ τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα Hp. Fract.19, cf. Pl.R.406d: abs., ἐλυσιτέλει γάρ Axionic.6.6.    3 in bad sense, conspire, as gloss on ἐς τὸ κακὸν ἀλλήλοισι συντιμωρεῖ (Hp. Acut.17), Gal.15.494 (v.l. συντελεῖ).    II neut. part. as Subst., τὸ λυσιτελοῦν profit, gain, advantage, Th.6.85, Pl.R.336d, D.2.28; a wrong etym. is given in Pl.Cra.417c.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελέω: κυρίως, ἀποζημιώνω διὰ γενομένην δαπάνην, ἢ πληρώνω τὸ ὀφειλόμενον καὶ ἀκολούθως «πληρώνω», δηλ. παρέχω ὠφέλειαν, παρέχω κέρδος (πρβλ. λύω V. 2), μετὰ δοτ., Ι. γ΄ ἑνικ. καὶ ἀπαρ., οὔ φημ’ ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο] Ἀριστοφ. Πλ. 509· λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη Πλάτ. Πρωταγ. 327Β· τοιοῦτος οἷος δεσπότῃ λυσιτελεῖν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 15. 2) τὸ πλεῖστον ἀπροσ., λυσιτελεῖ μοι, μὲ ὠφελεῖ, εἶναι καλλίτερον δι’ ἐμέ, μετὰ μετοχ., οἷς λυσιτελεῖ πειθομένοις Λυσ. 174. 14· πολλοῖς δεῖ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Πλάτ. Ἄλκ. 1. 113D· ― μετ’ ἀπαρ., λ. προϊέναι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Β· τεθνάναι λυσιτελεῖ ἢ ζῆν, εἶναι καλλίτερον νὰ ἀποθάνῃ τις παρὰ νὰ ζῇ, Ἀνδοκ. 16. 28, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 407Α, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12· ― τὸ δὲ πρόσωπον ἐκφέρεται κατὰ δοτ., ὠφελεῖ τινα νὰ πράξῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν... δικάζειν Ἡρόδ. 1. 97· ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 7. 13· ἀλλ’ ἐνίοτε κατ’ αἰτ., = εἶναι καλὸν νά..., λυσιτελέει τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα μᾶλλον ἢ τὸ ἕτερον Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406D· ― ἀπολ., ἐλυσιτέλει γὰρ Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 6. ΙΙ. πλὴν τοῦ γ΄ ἑνικ., τὸ οὐδέτ. τῆς μετοχ. εἶναι ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., τὸ λυσιτελοῦν, ὠφέλεια, κέρδος, πλεονέκτημα, Πλάτ. Πολ. 336D, Δημ. 26. 16· τὰ λυσιτελοῦντα Θουκ. 6. 85, Πλάτ. κτλ.· τὸ τέλος λυσιτελοῦν καλέσαι Πλάτ. Κρατ. 417C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐλυσιτέλουν;
être avantageux, être utile à, τινι ; • impers. λυσιτελεῖ ATT cela est avantageux ; μοὶ λυσιτελεῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν PLAT mieux vaut pour moi être comme je suis ; τὸ λυσιτελοῦν, τὰ λυσιτελοῦντα, ce qui est utile, avantageux.
Étymologie: λυσιτελής.

English (Thayer)

λυσιτέλω; (from λυσιτελής, and this from λύω to pay, and τά τέλη (cf. τέλος, 2)); (from Herodotus down); properly, to pay the taxes; to return expenses, hence, to be useful, advantageous; impersonally, λυσιτελεῖ, it profits; followed by ἤ (see ἤ, 3f.), it is better: τίνι; followed by εἰ, Luke 17:2.