κατασφραγίζω

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασφρᾱγίζω Medium diacritics: κατασφραγίζω Low diacritics: κατασφραγίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΦΡΑΓΙΖΩ
Transliteration A: katasphragízō Transliteration B: katasphragizō Transliteration C: katasfragizo Beta Code: katasfragi/zw

English (LSJ)

Ion. and Ep. κατασφρηγίζω, seal up, LXX Jb.9.7, 37.7: mostly pf. part. Pass. κατεσφρηγισμένος = sealed up, made fast, secured, ὅρκοις Emp.115.2, cf. A.Supp.947, E.Fr.762, Pl.Erx.400a, etc.: impf. Pass. κατεσφρηγίζετο Tryph.68: fut. κατασφραγισθήσομαι Hermes 64.64 (Epid., ii A.D.): aor. κατεσφραγίσθην LXX Wi.2.5, Hsch.:—Med., κ. τὰς θύρας Arist.Mir.842a29, cf. UPZ6.21 (ii B.C.): Ep.aor. 1 -ίσσατο Nonn. D. 45.188.

French (Bailly abrégé)

f. att. κατασφραγιῶ;
sceller, cacheter.
Étymologie: κατά, σφραγίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σφραγίζω, ep. Ion. κατασφρηγίζω verzegelen:; ἐν πτυχαῖς βύβλων κατεσφρηγισμένα verzegeld in papyrusbladen Aeschl. Suppl. 947; overdr. ptc. perf. pass. afgesproken, bezegeld:. κατεσφρηγισμένος ὅρκοις met eden bezegeld Emped. B 115.2.

German (Pape)

[ρᾱ], versiegeln; ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα Aesch. Suppl. 925; Plat. Eryx. 400a; Luc. Alex. 49 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

κατασφρᾱγίζω: тж. med. запечатывать (τι Arst., Plat., Luc., Plut.): ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα Aesch. (записанное и) запечатанное на книжных листах; βιβλίον κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά NT книга за семью печатями.

English (Strong)

from κατά and σφραγίζω; to seal closely: seal.

English (Thayer)

perfect passive participle κατεσφραγισμενος; "to cover with a seal (see κατά, III:3), to seal up, close with a seal": βιβλίον σφραγῖσιν, Aeschylus, Euripides, Plato, Plutarch, Lucian, others.)

Greek Monolingual

κατασφραγίζω και ιων. και επικ. τ. κατασφρηγίζω (Α)
1. σφραγίζω, εντελώς, κλείνω επιμελώς, διαφυλάσσω («ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα», Πλούτ.)
2. μτφ. προσδίδω κύρος σε κάτι, επισφραγίζω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω
3. καθορίζω επακριβώς κάτι.

Greek (Liddell-Scott)

κατασφρᾱγίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, σφραγίζω ἐντελῶς· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. κατεσφραγισμένος, ἐσφραγισμένος καλῶς, ψήφισμα θεῶν ὅρκοις κ. Ἐμπεδ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 384· ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 947· εὔσημα καὶ κατεσφραγισμένα Εὐρ. Ἀποσπ. 762, Πλάτ. Ἐρυξ. 400Α· δέλτος κ. Πλουτ. Ἠθ. 434D· ἀλλὰ παθ. παρατ. κατεσφρηγίζετο, Τρυφ. 68· ἀόρ. κατεσφραγίσθη, «ἀπεκλείσθη» Ἡσύχ.- 2· Μέσ., κ. τὰς θύρας Ἀριστ. π. Θαυμαστ. 123· Ἐπικ. ἀόρ. -ίσσατο, Νόνν. Δ. 45. 188.

Chinese

原文音譯:katasfrag⋯zw 卡他-士弗拉居索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-印
字義溯源:嚴密封住,封,緊閉,封嚴;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σφραγίζω)=蓋印嚴封)組成;而 (σφραγίζω)出自(σφραγίς)*=印記)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 封嚴了(1) 啓5:1