οἰκειακός
English (LSJ)
οἰκειακή, οἰκειακόν, Dor. οἰκῃακός Callicrat. ap.Stob.4.28.16:
A οἰκεῖος III, one's own, Palch.in Cat.Cod. Astr.1.96, Eust.124.34, Suid., Zonar.
II concerning one's relatives, Heph.Astr.2.32; cf. οἰκιακός.
German (Pape)
[Seite 298] = οἰκεῖος, das Haus betreffend, Plut. Cic. 20 u. a. Sp., s. οἰκηακός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. οἰκεῖος.
Russian (Dvoretsky)
οἰκειᾰκός: Plut. v.l. = οἰκιακός.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκειᾰκός: -ή, -όν, = οἰκεῖος ΙΙΙ, Πλουτ. Κικ. 20 (κοινῶς οἰκειακός, ὃ ἴδε), Εὐστ. 124. 34, Σουΐδ., Ζωναρ.· Δωρ. οἰκηακός, Καλλικρατ. παρὰ Στοβ. 485. 57· τὰ οἰκηακά, ἡ ἰδιωτικὴ περιουσία τοῦ αὐτοκράτορος, Συλ.. Ἐπιγρ. 8685· ἴδε Δουκάγγ. ― Ἐπίρρ. οἰκειακῶς, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. σ. 137, ἔκδ. Β., ἔνθα ἑρμηνεύεται Λατινιστὶ sine pompa, ἄνευ πομπῆς.
English (Abbott-Smith)
English (Thayer)
(οἰκιακός) (in secular authors and in some N.T. manuscripts also οἰκειακός (cf. εἰ, ἰ) from οἶκος), ὀικιακου, ὁ (οἰκία), "one belonging to the house (Latin domesticus), one under the control of the master of a house," whether a Song of Solomon, or a servant: ὁ οἰκοδεσπότης, Plutarch, Cicero, 20.)
Greek Monolingual
οἰκειακός, -ή, -όν (ΑΜ, Α και, δωρ. τ., οἰκῃακός, -ή, -όν) οικείος
1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικείος, οικιακός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκειακά
η ιδιωτική περιουσία
μσν.
(για πρόσ.) α) αυτός που ανήκει στην ίδια οικογένεια με κάποιον άλλο, ο συγγενής
β) αυτός που συνδέεται με στενούς φιλικούς δεσμούς με κάποιον, ο οικείος, ο στενός φίλος
αρχ.
αυτός που αφορά στους συγγενείς κάποιου.
επίρρ...
οἰκειακῶς (Μ)
ιδιωτικά, σε στενό κύκλο, χωρίς τελετή, χωρίς πομπή, ανεπίσημα.
Greek Monotonic
οἰκειᾰκός: -ή, -όν, = οἰκεῖος III, δικός μου, αυτός που ανήκει στον οίκο ή την οικογένειά μου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
οἰκειᾰκός, ή, όν = οἰκεῖος III]
one's own, Plut.