ἐκγαμίζω

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

German (Pape)

[Seite 755] verheirathen, N.T.

French (Bailly abrégé)

donner en mariage.
Étymologie: ἐκ, γάμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκγᾰμίζω: выдавать замуж NT; pass. выходить замуж NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγᾰμίζω: δίδω εἰς γάμον, Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, ζ΄, 38 (μετὰ δι. γρ. γαμίζων), Πανδέκτ., Βυζ.: - Παθ., δίδομαι εἰς γάμον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 30, κτλ.· οὕτω καὶ ἐκγαμίσκομαι Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 34 (δι. γρ. γαμίσκονται)· καὶ ἐκγαμέομαι, ἴδε τὴν λέξιν.

Spanish (DGE)

dar en matrimonio ἀναγκάζουσι δὲ καὶ παρ' ἡλικίαν ἐκγαμίζουσι τοὺς νέους Epiph.Const.Haer.30.18.2, τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ἑτέροις ἐκγαμίζειν Sopat.Rh.ad Hermog.4.247.14, abs. Didym.M.39.917A
en v. pas., de mujeres ser dada en matrimonio Amph.Exerc.321; cf. ἐγγαμίζω.

English (Strong)

from ἐκ and a form of γαμίσκω (compare ἐκγαμίσκω); to marry off a daughter: give in marriage.

English (Thayer)

passive (present ἐκγαμίζομαι); imperfect ἐξεγαμιζομην; to give away (ἐκ out of the house (cf. Winer's Grammar, 102 (97))) in marriage: a daughter, R G ( ); R G Tr text, passive, to marry, to be given in marriage, R G (cf. Tdf.'s note at the passage); R G; see γαμίζω. Not found elsewhere.

Greek Monolingual

ἐκγαμίζω (AM)
1. παντρεύω, νυμφεύω
2. παθ. ἐκγαμίζομαι
παντρεύομαι, νυμφεύομαι.

Greek Monotonic

ἐκγᾰμίζω: μέλ. -σω, δίνω σε γάμο· Παθ., δίνομαι σε γάμο, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως και, ἐκγαμίσκομαι, στο ίδ.

Middle Liddell

fut. σω
to give in marriage, and Pass. to be given in marriage, NTest.:—so, ἐκγαμίσκομαι, NTest.

Chinese

原文音譯:™kgam⋯zw 誒克-瓜米索
詞類次數:名詞(5)
原文字根:出去-婚娶(化)
字義溯源:嫁女兒,嫁娶,嫁,出嫁;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(γαμίζω / γαμίσκω)=擇配,嫁,娶)組成;而 (γαμίζω / γαμίσκω)出自(γάμος)*=結婚)。比較: (γαμέω)=嫁娶
出現次數:總共(4);太(1);路(1);林前(2)
譯字彙編
1) 出嫁(2) 林前7:38; 林前7:38;
2) 又嫁(1) 路17:27;
3) 嫁(1) 太24:38