ἑτεροζυγέω

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροζῠγέω Medium diacritics: ἑτεροζυγέω Low diacritics: ετεροζυγέω Capitals: ΕΤΕΡΟΖΥΓΕΩ
Transliteration A: heterozygéō Transliteration B: heterozygeō Transliteration C: eterozygeo Beta Code: e(terozuge/w

English (LSJ)

draw unequally, Apollon. Lex.s.v. ἰσοφόροι: c. dat., ἑ. ἀπίστοις to be yoked in unequal partnership with unbelievers, 2 Ep.Cor.6.14.

German (Pape)

[Seite 1048] mit anderen, verschiedenartigen Tieren am Joche ziehen, dah. sich mit anderen, ungleichartigen vermischen, τινί, N.T., übertr., uneinig sein, K. S.

French (Bailly abrégé)

ἑτεροζυγῶ :
tirer le joug d'un autre côté que son compagnon ; former un attelage disparate, fig. contracter une alliance mal assortie.
Étymologie: ἑτερόζυγος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροζῠγέω: общаться (с неподходящими людьми), неодобр. дружить (τινι NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροζῠγέω: εἶμαι ἑτερόζυγος, σύρω ἀνίσως, μετ’ ἀνίσου δυνάμεως, ἐπὶ ἀροτριώντων βοῶν, Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λ. ἰσοφόροι· μεταφ. μετὰ δοτ., μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις, μὴ ὁμοζυγεῖτε μὲ τοὺς ἀπίστους, μὴ ἀναμιγνύεσθε μὲ αὐτούς, πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. Ϛ΄, 14, πρβλ. ἑτερόζυγος.

English (Strong)

from a compound of ἕτερος and ζυγός; to yoke up differently, i.e. (figuratively) to associate discordantly: unequally yoke together with.

English (Thayer)

ἑτεροζύγῳ; (ἑτερόζυγος yoked with a different yoke; used in to come under an unequal or different yoke (Beza, impari jugo copulor), to be unequally yoked: τίνι (on the dative see Winer's Grammar, § 31,10 N. 4; Buttmann, § 133,8), tropically, to have fellowship with one who is not an equal: 2 Corinthians 6:14, where the apostle is forbidding Christians to have contact with idolaters.

Greek Monotonic

ἑτεροζῠγέω: βρίσκομαι κάτω από τον ζυγό σε άνιση σύμπραξη, συνεργασία με κάποιον άλλο, ομοζυγώ με τους άπιστους, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἑτεροζῠγέω,
to be yoked in unequal partnership with another, NTest. [from ἑτερόζῠγος]

Chinese

原文音譯:˜terozugšw 赫帖羅-緒給哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:不同-軛
字義溯源:不同的負軛,(不)同負一軛,混雜;由(ἀλλοιόω / ἕτερος)*=別的)與(ζυγός)=聯接)組成;而 (ζυγός)出自(ζεστός)X*=聯合)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 同負一軛(1) 林後6:14