ὅρασις
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A seeing, the act of sight, Demad.3, Arist.EN1174a14, Men.123, etc.; distinguished as the ἐνέργεια or act from ὄψις (the sense or faculty), Arist. de An.426a13, cf. 428a7; but, power of sight, SIG1141 (Thrace).
2 pl., eyes, τὰς ὁ. ἐκκόπτειν D.S.2.6, cf. D.H.8.45, Plu. 2.88d: metaph., as title of the daughter-goddess of the Sun, ὅρασιν αὑτοῦ (sc. τοῦ Ἡλίου) OGI56.56 (Canopus, iii B. C.).
II a vision, LXX Jl.2.28, Act.Ap.2.17 (pl.).
III appearance, ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι Apoc.4.3; ὁ μεταμορφούμενος ἐν ταῖς ὁράσεσιν PLeid.W.13.36.
German (Pape)
[Seite 367] ἡ, das Sehen, der Sinn des Gesichts; Demad. 3; Arist. Eth. 10, 4, 1 u. Sp., wie Plut. u. S. Emp. – Die Augen, ὁράσεις ἐκκόψειν, D. Sic. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
le sens de la vue;
NT: aspect.
Étymologie: ὁράω.
Russian (Dvoretsky)
ὅρασις: εως ἡ
1 видение, узрение: ὅ. λέγεται ἡ τῆς όψεως ἐνέργεια Arst. видением называется зрение в действии;
2 видение (εἶδόν τι ἐν τῇ ὁράσει NT);
3 pl. глаза Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὅρᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν, ἡ ὅρασις, ὡς καὶ νῦν, Λατ. visus, Μένανδρ. ἐν «Δὶς ἐξαπατῶντι» 1, Δημάδ. 278, 41, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 1, κτλ.· διακρίνεται δὲ ὡς ἡ ἐνέργεια ἢ πρᾶξις ἀπὸ τοῦ ὄψις (ὅπερ σημαίνει τὴν αἴσθησιν ἢ δύναμιν τῆς ὄψεως), ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 2, 8, πρβλ. 3. 3, 21. 2) πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, τὰς ὁρ. ἐκκόπτειν Διόδ. 2. 6, πρβλ. Πλούτ. 2. 88D. ΙΙ. ὅραμα, ὀπτασία, Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 28), πρβλ. Πράξ. Ἀπ. β΄, 17, καὶ ἴδε Δουκάγγ.
English (Strong)
from ὁράω; the act of gazing, i.e. (externally) an aspect or (internally) an inspired appearance: sight, vision.
English (Thayer)
ὁράσεως, ἡ (ὁράω);
1. the act of seeing: ὀμμάτων χρῆσις εἰς ὅρασιν, the sense of sight, Aristotle, de anima 3,2; Diodorus 1,59; Plutarch, mor., p. 440f; plural the eyes, ἐκκόπτειν τάς ὁράσεις, Diodorus 2,6.
2. appearance, visible form: a vision, i. e. an appearance divinely granted in an ecstasy: ὁράσεις ὄψονται, Sept. chiefly for מַרְאֶה and חָזון.)
Greek Monotonic
ὅρᾱσις: -εως, ἡ,
I. φυσική ικανότητα να βλέπει κάποιος, η πράξη του να βλέπει κάποιος, Λατ. visus, σε Αριστ.
II. όραμα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὅρᾱσις, εως, [from ὁράω
I. seeing, the act of sight, Lat. visus, Arist.
II. a vision, NTest.
Chinese
原文音譯:Órasij 何拉西士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:看見(著) 相當於: (חָזׄון) (חִזָּיׄון) (מַרְאָה) (צָפָה)
字義溯源:注視中,異象,看來,外觀;源自(εἶδον / ὁράω)*=凝視)
出現次數:總共(4);徒(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 看來(2) 啓4:3; 啓4:3;
2) 異象(2) 徒2:17; 啓9:17