δικαιοκρισία

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιοκρῐσία Medium diacritics: δικαιοκρισία Low diacritics: δικαιοκρισία Capitals: ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΣΙΑ
Transliteration A: dikaiokrisía Transliteration B: dikaiokrisia Transliteration C: dikaiokrisia Beta Code: dikaiokrisi/a

English (LSJ)

ἡ, righteous judgement, Ep.Rom.2.5, Heph.Astr.3.34, POxy.71i 4 (iv A. D.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
juicio justo τῶν καλῶν Men.Comp.1.151, τοῦ θεοῦ Ep.Rom.2.5, cf. Ps.Caes.215.25, Cat.Ps.118 Pal.160be.2, op. ἀδικοκρισία Heph.Astr.3.38.15
frec. en pap. en peticiones a altos cargos, esp. al prefecto juicio recto, ponderado, sentido de la justicia formando parte de elogios formulares τῆς εἰς πάντας ἀνθρώπους φθανούσης δικαιοκρισίας, ἐπιτρόπων μέγιστε PMich.426.5 (II d.C.), τῇ σῇ δικαιοκρισίᾳ, δέσποτα ἡγεμών, θαρρῶν SB 7205.3 (III d.C.), cf. CPR 5.12.17 (IV d.C.), τὴν ἱκετηρίαν προσάγω εὔελπις ὢν τῆς ἀπὸ τοῦ σοῦ μεγέθους δικαιοκρισίας τυχεῖν POxy.71.1.4 (IV d.C.), cf. PVindob.Boswinkel 4.6 (III d.C.), ἡ τῆς ὑμετέρας δικαιοκρισίας καθαρότης POxy.904.2 (V d.C.), cf. PMich.530.24 (III/IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, gerechter Richterspruch, N.T.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jugement équitable.
Étymologie: δικαιοκρίτης.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιοκρῐσία:праведный суд NT.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοκρῐσία: ἡ, δικαία κρίσις, Ἐπ. Ρωμ. β΄, 5.

English (Strong)

from δίκαιος and κρίσις; a just sentence: righteous judgment.

English (Thayer)

δικαιοκρισίας, ἡ, righteous judgment: Sept. κρίμα) Test. xii. patr. (test. Levi § 3), p. 547, and (sec. 15), p. 581, Fabric. edition; Justin Martyr, resp. de resurrect. xi. (15) 28, p. 360 edition tert. Otto; (Hippolytus, p. 801a. edition Migne); Basil, iii., p. 476d., Garn. edition or, p. 694, Par. edition alt. 1839. (Cf. Winer's Grammar, 25; 99 (94)).)

Greek Monolingual

η (AM δικαιοκρισία) δικαιοκρίτης
δίκαιη απόφαση, σωστή κρίση.

Greek Monotonic

δῐκαιοκρῐσία: ἡ (κρίσις), ορθή, δίκαια κρίση, γνώμη, ευθυκρισία, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

δῐκαιο-κρῐσία, ἡ, n κρίσις
righteous judgment, NTest.

Chinese

原文音譯:dikaiokris⋯a 笛開哦-克里西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:義-審判
字義溯源:公義判決,公義審判;由(δίκαιος)=公平的)與(κρίσις)*=決定)組成;其中 (δίκαιος)出自(δίκη / καταδίκη)*=公正)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 公義審判(1) 羅2:5