μετωπηδόν

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπηδόν Medium diacritics: μετωπηδόν Low diacritics: μετωπηδόν Capitals: ΜΕΤΩΠΗΔΟΝ
Transliteration A: metōpēdón Transliteration B: metōpēdon Transliteration C: metopidon Beta Code: metwphdo/n

English (LSJ)

Adv. with front foremost; of ships, forming a close front, in line, Hdt.7.100; opp. ἐπὶ κέρως (in column), Th.2.90; μ. ποιεῖσθαι τὴν ἔφοδον Plb.11.22.10, cf.Ph.2.354, Plu.Lys.10.

German (Pape)

[Seite 164] stirnwärts, mit der Stirn od. Front, von einer Reihe von Schiffen, welche eine geschlossene Front bilden, τὰς πρώρας ἐς γῆν τρέψαντες πάντες μετωπηδόν, Her. 7, 100; πλεῖν, im Gegensatz von ἐπὶ κέρως, Thuc. 2, 90; μετωπηδὸν ποιεῖσθαι τὴν ἔφοδον, Pol. 11, 22, 10; u. so ἡ μετωπηδὸν ἔφοδος, 2, 27, 4; Sp., wie Plut. sol. anim. 10.

French (Bailly abrégé)

adv.
de front, en ligne.
Étymologie: μέτωπον, -δόν.

Russian (Dvoretsky)

μετωπηδόν: adv. фронтом вперед, тж. в один ряд, в прямую линию (μ. πλεῖν Thuc.): τὰς πρῴρας ἐς γῆν τρέφαντες πάντες μ. Her. повернув все корабельные носы к суше и выстроив (их) в один ряд; ἡ μ. ἔφοδος Polyb. фронтальная атака.

Greek (Liddell-Scott)

μετωπηδόν: ἐπίρρ., μὲ τὸ μέτωπον πρὸς τὰ ἐμπρός, κατὰ μέτωπον, ἐπὶ πλοίων σχηματιζόντων μέτωπον πυκνὸν κατὰ γραμμήν, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου junctis frontibus, Ἡρόδ. 7. 100· ἀντίθ. τῷ ἐπὶ κέρως Θουκ. 2. 90· μ. ποιεῖσθαι τὴν ἔφοδον Πολύβ. 11. 22, 10.

Greek Monolingual

μετωπηδόν και μετωπαδόν)
επίρρ. με το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός, κατά μέτωπο, κατά πρόσωπο, κατά παράταξη («τὰς μὲν ἀρχάς ἐπιβαλεῖν μετωπηδὸν ποιούμενος τὴν ἔφοδον», Πολ.)
αρχ.
(για πλοία) κατά γραμμή, κατά παράταξη («μετωπηδὸν ἔταξαν τὰς ναῦς», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν / -αδόν (πρβλ. οφθαλμηδόν].

Greek Monotonic

μετωπηδόν: (μέτωπον), επίρρ., με το μέτωπο προς τα εμπρός· λέγεται για πλοία, σχηματίζοντας αδιαπέραστο μέτωπο, σε γραμμή παράταξης· σε αντίθ. προς το ἐπὶ κέρως (παραταγμένα το ένα πίσω από το άλλο), σε Θουκ.

Middle Liddell

μέτωπον
adv. with front-foremost; of ships, forming a close front, in line, Hdt.; opp. to ἐπὶ κέρως (in column), Thuc.

English (Woodhouse)

in line

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

adversis frontibus, with fronts opposite, 2.90.4.