νηπενθής
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
English (LSJ)
νηπενθές (νη-, πένθος)
A nepenthean, banishing pain and sorrow, epithet of Apollo, AP9.525.14; φάρμακον νηπενθές = nepenthes, medicine or drug that soothes sorrow, an Egyptian drug, Od.4.221, cf. Thphr.HP9.15.1.
II free from sorrow: Adv. νηπενθέως = without sorrow Protag.9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui dissipe la douleur.
Étymologie: νη-, πένθος.
German (Pape)
ές, ohne Leid, ohne Trauer, so • adv. νηπενθέως ἀνέτλη, Protag. bei Plut. consol. ad Apoll. p. 360. – Gew. Leid, Kummer lindernd, verscheuchend, φάρμακον νηπενθές τ' ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων, Od. 4.221, und darnach öfter bei Sp. von einem solchen Zaubermittel, Luc. salt. 79. Auch Apollo heißt so, Hymn. in Apoll. (IX.525.14).
Russian (Dvoretsky)
νηπενθής: утоляющий страдания, унимающий боль (φάρμακον Hom.; Ἀπόλλων HH).
Greek (Liddell-Scott)
νηπενθής: -ές, (πένθος) ὁ ἀποβάλλων πένθος ἢ λύπην, ἀπενθής· ἐν Ὀδ. Δ. 221 κἑξ., φάρμακον νηπενθές, ὅπερ ἐδόθη εἰς τὴν Ἑλένην ὑπό τινος Αἰγυπτίου, ἴσως ὄπιον, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 1, Πλούτ. 2. 614C· - νηπενθής, ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525. 13. ΙΙ. ἀπηλλαγμένος θλίψεως, ἐλεύθερος πένθους· ἐπίρρ. νηπενθῶς, Πρωταγ. παρὰ Πλουτ. 2. 118Ε.
English (Autenrieth)
ές (πένθος): ‘without sorrow,’ soothing sorrow; φάρμακον, an Egyptian magic drug,’ Od. 4.221†.
Greek Monolingual
-ές (Α νηπενθής, -ές)
1. αυτός που αποβάλλει, που απομακρύνει το πένθος, τη λύπη
2. αυτός που είναι απαλλαγμένος από θλίψη
νεοελλ.
1. αυτός που δεν προκαλεί λύπη
2. το ουδ. ως ουσ. το νηπενθές
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας νηπενθίδες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. το φυτό ή ο καρπός του που δόθηκε από έναν Αιγύπτιο στην Ελένη και ήταν πιθανότατα το όπιο, το οποίο πινόταν με κρασί και προκαλούσε λήθη όλων τών κακών και τών θλίψεων
2. (το αρσ.) επίθετο του Απόλλωνος.
επίρρ...
νηπενθέως και νηπενθῶς (Α)
χωρίς λύπη, χωρίς θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -πενθής (< πένθος), πρβλ. απενθής, δυσπενθής].
Greek Monotonic
νηπενθής: -ές (πένθος), αυτός που διώχνει τον πόνο, το πένθος ή τη λύπη· φάρμακον νηπενθές, πιθ. όπιο, σε Ομήρ. Οδ.· νηπενθής, ως επίθ. προσδιοριστικό του Απόλλωνα, σε Ανθ.
Middle Liddell
νη-πενθής, ές πένθος
banishing pain, φάρμακον νηπενθές an opiate, Od.:— νηπενθής, as epithet of Apollo, Anth.